zzz
  • This word is under construction and is not yet linked to the lexicon
  • Concord:

    NT: _
    LXX: _
    Apocrypha: _
    Apostolic Fathers: _

  • Like κῆρυξ (κήρυκος) noun-M-khrux
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMκῆρυξκήρυκες
    GENκήρυκοςκηρύκων
    DATκήρυκικήρυξι(ν)
    ACCκήρυκακήρυκας
    VOCκῆρυξκήρυκες
    θρᾷξ θρᾳκός θρᾳκί θρᾷκα
    θρᾷκες θρᾳκῶν θρᾳξί θρᾷκας

    πούς ποδός ποδί πόδα
    πόδες ποδῶν ποσί πόδας

    ἄρχων ἄρχοντος ἄρχοντι ἄρχοντα
    ἄρχοντες ἀρχόντων ἄρχουσι ἄρχοντας

    ἀγών ἀγῶνος ἀγῶνι ἀγῶνα ἀγών
    ἀγῶνες ἀγώνων ἀγῶσι ἀγῶνας ἀγῶνες

    ἡγεμών ἡγεμόνος ἡγεμόνι ἡγεμόνα ἡγεμών
    ἡγεμόνες ἡγεμόνων ἡγεμόσι ἡγεμόνας ἡγεμόνες

    ἕλλην ἕλληνος ἕλληνι ἕλληνα ἕλλην
    ἕλληνες ἑλλήνων ἕλλησι ἕλληνας

    ῥήτωρ ῥήτορος ῥήτορι ῥήτορα ῥῆτορ
    ῥήτρες ῥήτόρων ῥήτορσι ῥήτορας

    πατήρ πατρός πατρί πατέρα πάτερ
    πατέρες πατέρων πατράσι πατέρας

    ἀνήρ ἀνδρός ἀνδρί ἄνδρα ἄνερ
    ἄνδρες ἀνδρῶν ἀνδράσι ἄνδρας

    ἰχθύς ἰχθύος ἰχθύι ἰχθύν ἰχθύ
    ἰχθύες ἰχθύων ἰχθύσι ἰχθῦς

    βασιλεύς βασιλέως βασιλεῖ βασιλέα βασιλεῦ
    βασιλεῖς βασιλέων βασιλεῦσι βασιλέας βασιλεῖς βασιλ

    πελταστής = noun-M-peltasths
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMπελταστήςπελτασταί
    GENπελταστοῦπελταστῶν
    DATπελταστῇπελτασταῖς
    ACCπελταστήνπελταστάς
    VOCπελταστάπελτασταί
    ἀχάτης = noun-M-acaths
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMἀχάτηςἀχάται
    GENἀχάτουἀχατῶν
    DATἀχάτῃἀχάταις
    ACCἀχάτην
    ἀχατον
    ἀχάτας
    VOCἀχάταἀχάται
    ἀδάμας = noun-M-adamas
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMἀδάμαςἀδάμαντες
    GENἀδάμαντοςἀδαμάντων
    DATἀδάμαντιἀδάμασι(ν)
    ACCἀδάμανταἀδάμαντας
    VOCἀδάμανἀδάμαντες

    ἄνθρωπος = noun-M-anqrwpos
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMἄνθρωποςἄνθρωποι
    GENἀνθρώπουἀνθρώπων
    DATἀνθρώπῳἀνθρώποις
    ACCἄνθρωπονἀνθρώπους
    VOCἄνθρωπεἄνθρωποι

    βλαστός = Mnoun/noun-M-blastos
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMβλαστόςβλαστοί
    GENβλαστοῦβλαστῶν
    DATβλαστῷβλαστοῖς
    ACCβλαστόνβλαστούς
    VOCβλαστέβλαστοί

    βορέας = Mnoun/noun-M-boreas
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMβορέας
    βορέης
    βορέαι
    GENβορέουβορεῶν
    DATβορέᾳβορέαις
    ACCβορέανβορέας

    βουβών = Mnoun/noun-M-boubwn
    Masculine
     SingularPlural
    NOMβουβώνβουβῶνες
    GENβουβῶνοςβουβώνων
    DATβουβῶνιβουβῶσι(ν)
    ACCβουβῶναβουβῶνας
    VOCβουβώνβουβῶνες

    κάμαξ = Mnoun/noun-M-kamax
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMκάμαξκάμακες
    GENκάμακοςκαμάκων
    DATκάμακικάμαξι(ν)
    ACCκάμακακάμακας
    VOCκάμαξκάμακες

    λόχος = Mnoun/noun-M-locos
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMλόχοςλόχοι
    GENλόχουλόχων
    λοχῶν
    DATλόχῳλόχοις
    ACCλόχονλόχους
    VOCλόχελόχοι

    τιτάν = noun-M-titan
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMτιτάντιτᾶνες
    GENτιτᾶνοςτιτάνων
    DATτιτᾶνιτιτᾶσι
    ACCτιτᾶνατιτᾶνας

    ALL
    Masculine Noun
     SingularPlural
    NOMnomSingnomPlur
    GENgenSinggenPlur
    DATdatSingdatPlur
    ACCaccSingaccPlur
    VOCvocSingnomPlur
    ADJECTIVES:
    adj-steiros
    ADJECTIVE
    Singular
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMστεῖροςστεῖραστεῖρον
    GENστείρουστείραςστείρου
    DATστείρῳστείρᾳστείρῳ
    ACCστεῖρονστείρανστεῖρον
    VOCστεῖρεστεῖραστεῖρε
    Plural
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMστεῖροιστεῖραιστεῖρα
    GENστείρωνστείρωνστείρων
    DATστείροιςστείραιςστείροις
    ACCστείρουςστείραςστεῖρα
    VOCστεῖροιστεῖραιστεῖρα
    adj-adros
    ADJECTIVE
    Singular
     MasculineFeminineNeuter
    NOMἀδρόςἀδράἀδρόν
    GENἀδροῦἀδρᾶςἀδροῦ
    DATἀδρῷἀδρᾷἀδρῷ
    ACCἀδρόνἀδράνἀδρόν
    Plural
     MasculineFeminineNeuter
    NOMἀδροίἀδραίἀδρά
    GENἀδρῶν
    DATἀδροῖςἀδραῖςἀδροῖς
    ACCἀδρούςἀδράςἀδρά
    adj-ahdhs
    ADJECTIVE
    Singular
     MascFemNeuter
    NOMἀηδήςἀηδές
    GENἀηδοῦς
    DATἀηδεῖ
    ACCἀηδῆἀηδές
    Plural
     MascFemNeuter
    NOMἀηδεῖςἀηδῆ
    GENἀηδῶν
    DATἀηδέσι(ν)
    ACCἀηδεῖςἀηδῆ
    adj-bebhlos
    ADJECTIVE
    Singular
     MasculineFeminineNeuter
    NOMβέβηλοςβέβηλον
    GENβεβήλου
    DATβεβήλῳ
    ACCβέβηλον
    VOCβέβηλεβέβηλον
    Plural
     MasculineFeminineNeuter
    NOMβέβηλοιβέβηλα
    GENβεβήλων
    DATβεβήλοις
    ACCβεβήλουςβέβηλα
    VOCβέβηλοιβέβηλα
    adj-bussinos
    ADJECTIVE
    Singular
     MasculineFeminineNeuter
    NOMβύσσινοςβυσσίνηβύσσινον
    GENβυσσίνουβυσσίνηςβυσσίνου
    DATβυσσίνῳβυσσίνῃβυσσίνῳ
    ACCβύσσινονβυσσίνηνβύσσινον
    VOCβύσσινεβυσσίνηβύσσινε
    Plural
     MasculineFeminineNeuter
    NOMβύσσινοιβύσσιναιβύσσινα
    GENβυσσίνων
    DATβυσσίνοιςβυσσίναιςβυσσίνοις
    ACCβυσσίνουςβυσσίναςβύσσινα
    VOCβύσσινοιβύσσιναιβύσσινα
    adj-caropos
    ADJECTIVE
    Singular
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMχαροπόςχαροπήχαροπόν
    GENχαροπόυχαροπήςχαροπόυ
    DATχαροπῷχαροπῇχαροπῷ
    ACCχαροπόνχαροπήνχαροπόν
    VOCχαροπέχαροπήχαροπέ
    Plural
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMχαροπόιχαροπάιχαροπά
    GENχαροπῷνχαροπῷνχαροπῷν
    DATχαροπόιςχαροπάιςχαροπόις
    ACCχαροπόυςχαροπάςχαροπά
    VOCχαροπόιχαροπάιχαροπά
    adj-cutos
    ADJECTIVE
    Singular
     MasculineFeminineNeuter
    NOMχυτόςχυτήχυτόν
    GENχυτοῦχυτῆς
    χυτής
    χυτοῦ
    DATχυτῷχυτῇχυτῷ
    ACCχυτόνχυτήνχυτόν
    VOCχυτέχυτήνχυτέ
    Plural
     MasculineFeminineNeuter
    NOMχυτοίχυταίχυτά
    GENχυτῶνχυτῶνχυτῶν
    DATχυτοῖςχυταῖςχυτοῖς
    ACCχυτούςχυτάςχυτά
    VOCχυτοίχυταίχυτά
    adj-erhmon
  • Parse:
  • adj-fronimos
    ADJECTIVE
    Singular
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMφρόνιμοςφρονίμηφρόνιμον
    GENφρονίμουφρονίμηςφρονίμου
    DATφρονίμῳφρονίμῃφρονίμῳ
    ACCφρόνιμονφρονίμηνφρόνιμον
    VOCφρόνιμεφρονίμηφρόνιμε
    Plural
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMφρόνιμοιφρόνιμαιφρόνιμα
    GENφρονίμωνφρονίμωνφρονίμων
    DATφρονίμοιςφρονίμαιςφρονίμοις
    ACCφρονίμουςφρονίμαςφρόνιμα
    VOCφρόνιμοιφρόνιμαιφρόνιμα
    adj-nikos
    ADJECTIVE
    Singular
     MasculineFeminineNeuter
    NOMstemόςstemήstemόν
    GENstemοῦstemῆς
    accentstemης
    stemοῦ
    DATstemῷstemῇstemῷ
    ACCstemόνstemήνstemόν
    VOCstemέstemήstemόν
    Plural
     MasculineFeminineNeuter
    NOMstemοίstemαίstemά
    GENstemῶν
    DATstemοῖςstemαῖςstemοῖς
    ACCstemούςstemάςstemά
    VOCstemοίstemαίstemά
    adj-oikeios
    ADJECTIVE
    Singular
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMοἰκεῖοςοἰκεῖαοἰκεῖον
    GENοἰκείουοἰκείαςοἰκείου
    DATοἰκείῳοἰκείᾳοἰκείῳ
    ACCοἰκεῖονοἰκείανοἰκεῖον
    VOCοἰκεῖεοἰκεῖαοἰκεῖε
    Plural
     Masculine/FeminineFeminineNeuter
    NOMοἰκεῖοιοἰκεῖαιοἰκεῖα
    GENοἰκείωνοἰκείωνοἰκείων
    DATοἰκείοιςοἰκείαιςοἰκείοις
    ACCοἰκείουςοἰκείαςοἰκεῖα
    VOCοἰκεῖοιοἰκεῖαιοἰκεῖα