- ξιφήρης
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adj: Nom/Acc Plur Masc/Fem
- Meaning: armed with a sword, sword in hand
- Parse:
- ξιφηφόρος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: sword in hand, carrying a sword
- Cognates:
ἁγιοφόρος, ἀθλοφόρος, ἀσύμφορος, βιβλιαφόρος, διάφορος, δορατοφόρος, δορυφόρος, δρεπανηφόρος, ἑωσφόρος, ζῳοφόρος, θανατηφόρος, θεόφορος, θυρεοφόρος, καρποφόρος, ναοφόρος, νεκροφόρος, νωτοφόρος, ξιφηφόρος, ξυλοφόρος, ὀλεθροφόρος, ὁπλοφόρος, πνευματοφόρος, πρόσφορος, πυροφόρος, πυρφόρος, ῥοδοφόρος, σαρκοφόρος, σύμφορος, τελεσφόρος, ὑδροφόρος, φόρος, φωσφόρος, χλοηφόρος, χριστοφόρος
- Forms:
- ξιφηφόρον Adj: Acc Sing Masc/Fem
- ξιφηφόρους Adj: Acc Plur Masc/Fem
- ξιφηφόρους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ξιφηφόρος
- ξιφίδιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: short sword, dagger
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM ξιφίδιον ξιφίδια GEN ξιφιδίου ξιφιδίων DAT ξιφιδίῳ ξιφιδίοις ACC ξιφίδιον ξιφίδια
- ξίφος
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: sword, rapier
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM ξίφος ξίφη GEN ξίφους ξιφῶν DAT ξίφει ξίφεσι(ν) ACC ξίφος ξίφη