- παρέμβαλε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβαλεῖ
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβαλεῖν
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- Parse:
- παρεμβάλετε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβαλέτωσαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλῃ
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλητε
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλετε
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Imperative 2nd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβαλλέτωσαν
-
- Parse: Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλομεν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 1st Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλου
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλουσαι
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Fem
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to set up camp, encamp, camp, pitch camp
- to take up temporary quarters
- to set up a military defence
- to gather together, muster (troops)
- to force oneself (into)
- Middle Meaning:
- to insinuate oneself (in anger)
- to put in beside, insert, interpolate, interpose
- to interpose oneself
- to interrupt
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- Forms:
- παρεμβαλοῦμεν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβαλοῦσι, παρεμβαλοῦσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβαλῶ
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβλήκασι
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβλήκει
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβλήκεισαν
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβληκότας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Masc
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβληκότες
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβληκυῖαν
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Sing Fem
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβεβληκώς
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Sing Masc
- Root: παρεμβάλλω
- παρεμβολαί
-
- Parse: Noun: Nom Plur Fem
- Root: παρεμβολή
- παρεμβολαῖς
-
- Parse: Noun: Dat Plur Fem
- Root: παρεμβολή
- παρεμβολάς
-
- Parse: Noun: Acc Plur Fem
- Root: παρεμβολή
- παρεμβολή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- a fortified camp, army camp
- the barracks or headquarters (of troops), encampment (tower Antonia)
- army (in battle array), battle line
- company of soldiers ready for battle
- castle, encampment or barracks (tower Antonia)
- convoy of people travelling together
- a throwing in beside (juxtaposition)
- Cognates:
ἀναβολή, βολή, διαβολή, διεκβολή, ἐκβολή, ἐμβολή, ἐπιβολή, καταβολή, μεταβολή, παραβολή, παρεμβολή, περιβολή, προσβολή, συμβολή, ὑπερβολή
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM παρεμβολή παρεμβολαί GEN παρεμβολῆς παρεμβολῶν DAT παρεμβολῇ παρεμβολαῖς ACC παρεμβολήν παρεμβολάς VOC παρεμβολή παρεμβολαί
- παρεμβολήν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: παρεμβολή
- παρεμβολῆς
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: παρεμβολή
- παρεμβολῶν
-
- Parse: Noun: Gen Plur Fem
- Root: παρεμβολή
- παρέμειναν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παραμένω
- παρέμεινε, παρέμεινεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παραμένω
- παρεμπίπτει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: παρεμπίπτω
- παρεμπίπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to creep in
- to enter into
- to intrude
- Cognates:
ἀναπίπτω, ἀντιπίπτω, ἀποπίπτω, διαπίπτω, ἐκπίπτω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, πίπτω, προπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, ὑποπίπτω
- Forms:
- παρεμπίπτει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- παρεμπλέκουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεμπλέκω
- παρεμπτώσεις
-
- Parse: Noun: Nom Plur Fem
- Root: παρέμπτωσις
- παρέμπτωσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- influx, entrance, insertion
- Cognates:
διάπτωσις, κατάπτωσις, παράπτωσις, παρέμπτωσις, περίπτωσις, πρόπτωσις, πτῶσις
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM παρέμπτωσις παρεμπτώσεις GEN παρεμπτώσεως παρεμπτώσεων DAT παρεμπτώσει παρεμπτώσεσι(ν) ACC παρέμπτωσι(ν) παρεμπτώσεις VOC παρέμπτωσις παρεμπτώσεις
- παρεμφέρουσι
-
- Parse:
- Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
- Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεμφέρω
- Parse:
- παρεμφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be somewhat like
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- παρεμφέρουσι Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
- παρεμφέρουσι Verb: Pres Act Ind 3rd Plur