περιν-
π-
πα-
πε-
περ-
περι-
περινι-
πη-
πι-
πλ-
πν-
πο-
πρ-
πτ-
πυ-
πω-
περινίπτω
Meaning:
to wash around
Forms:
περινίψασθαι
Verb: Aor Mid Infin
περινίψασθαι
Parse:
Verb: Aor Mid Infin
Root:
περινίπτω