περιοδεῦσαι
περιωδεύσαμεν
περιοδεύσατε
περιοδεύω
  • Meaning:
    • to go all around
    • to travel around
    • to encircle
    • to patrol
  • Forms:
    • περιοδεῦσαι Verb: Aor Act Infin
    • περιοδεύσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
    • περιωδεύκαμεν Verb: Perf Act Ind 1st Plur
    • περιωδεύσαμεν Verb: Perf Act Ind 1st Plur
    • περιώδευσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
περίοδος
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • a going around, a circuit, a flank, march
    • a period of time when a certain thing happens periodically

      τῇ περιόδῳ τῇ ἑβδόμῃ
      on the seventh occasion

    • a way around, journey around, circuit
    • a person who patrols around
  • Forms:
περιόδῳ
περίοικα
περιοικέω
  • Meaning:
    • to live around (the area)
    • to be in the neighbourhood
    • to be a neighbour
  • Forms:
    • περιοικοῦντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
περιοικοδομέω
  • Meaning:
    • to build (a wall) around
    • to fence around
  • Forms:
    • περιοικοδομήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • περιοικοδομήσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • περιῳκοδόμημαι Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
    • περιῳκοδόμησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
περιοικοδομήσει
περιοικοδομήσουσι, περιοικοδομήσουσιν
περίοικοι
περίοικον
περίοικος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Adjectival Meaning:
    • neighbouring
    • adjacent
  • Substantival Meaning:
    • neighbour, neighbourhood
    • suburb, surrounding place
  • Forms:
περιοίκου
περιοικοῦντας
περιοίκους
περιοίκῳ
περιόν
περιόντα
περιόντες
περιόντος
περιονυχιεῖς
περιονυχίζω
  • Meaning: to pare fingernails of
  • Forms:
    • περιονυχιεῖς Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
περιοῦσαν
περιουσιασμόν
περιουσιασμός
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • private expensive possession
    • wealth, treasure
    • abundance, superfluity
περιουσιασμούς
περιούσιον
περιούσιος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning:
    • above and beyond
    • expensive
    • exceptional
    • chosen, special, distinctive
  • Forms:
    • περιούσιον Adj: Acc Sing Masc
περιοχή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • message content; wording of the scripture passage
    • the portion or passage of scripture
    • enclosure, cage
    • the act of enclosing, state of being enclosed
    • fortification
    • wall of circumvallation (i.e., a defensive wall of a castle or walled city)
    • hemming
    • siege
  • Forms:
περιοχῇ
περιοχήν
περιοχῆς