περιθεῖναι
περιθείς
περίθεμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • anything put around something
    • headband, necklace
    • enclosure, covering, something that encloses
  • Forms:
περιθεμάτων
περιθέμεναι
περιθέμενος
περιθέντες
περιθέσεως
περιθέσθαι
περιθέσθω
περίθεσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: wearing; a putting all around, i.e., decorating oneself with
περίθετε
περιθήσει
περιθήσεις
περιθήσεται
περιθήσετε
περιθήσῃ
περιθήσουσι, περιθήσουσιν
περιθήσω
περίθου