περο-
π-
πα-
πε-
περ-
περον-
πη-
πι-
πλ-
πν-
πο-
πρ-
πτ-
πυ-
πω-
περόναις
Parse:
Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Fem
Root:
περονάω
περόνας
Parse:
Part: Aor Act Acc Plur Masc
Meaning:
to secure
Root:
περονάω
περονάω
Meaning:
to pierce, transfix, secure