περπ-
π-
πα-
πε-
περ-
περπε-
πη-
πι-
πλ-
πν-
πο-
πρ-
πτ-
πυ-
πω-
περπερεύεται
Parse:
Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
Root:
περπερεύομαι
περπερεύομαι
Meaning:
to boast, brag
Forms:
περπερεύεται
Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing