- πρίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to saw asunder, saw apart, saw in two
- to cut with a saw
- to thresh with sledges of iron
- to torture
- Note: also spelled πρίω
- Cognates:
- Forms:
- ἔπριζον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- ἔπριζον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- ἐπρίσθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- πρίν
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- Adverb:
- formerly, previously
- Conjunction:
- before, prior to, ere
- πρὶν + infinitive
κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου
Lord, come down before my child dies (John 4:49)
- Adverb:
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- πρινή
-
- Parse: Adverb
- Meaning: before
- Note: Combined πρὶν ἢ
- πρῖνος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: oak tree, holm oak, the evergreen oak
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM πρῖνος πρῖνοι GEN πρίνου πρίνων DAT πρίνῳ πρίνοις ACC πρῖνον πρίνους VOC πρῖνε πρῖνοι
- πριόνων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Masc
- Root: πρίων
- πριστηροειδεῖς
-
- Parse: Adj: Nom/Acc Plur Masc/Fem
- Root: πριστηροειδής
- πριστηροειδής
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: like a saw, serrated, saw-shaped
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masc Fem Neuter NOM πριστηροειδής πριστηροειδές GEN πριστηροειδοῦς DAT πριστηροειδεῖ ACC πριστηροειδῆ πριστηροειδές Plural Masc Fem Neuter NOM πριστηροειδεῖς πριστηροειδῆ GEN πριστηροειδῶν DAT πριστηροειδέσι(ν) ACC πριστηροειδεῖς πριστηροειδῆ
- πρίων
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- a saw
- mountain ridge, saw-toothed mountain range, serrated mountain ridge
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM πρίων πρίονες GEN πρίονος @ονων DAT πρίονι πρίοσι(ν) ACC πρίονα πρίονας VOC πρίων πρίονες