πρόρρησιν
πρόρρησις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπρόρρησιςπρορρήσεις
GENπρορρήσεωςπρορρήσεων
DATπρορρήσειπρορρήσεσι(ν)
ACCπρόρρησι(ν)προρρήσεις