προρ-
π-
πα-
πε-
πη-
πι-
πλ-
πν-
πο-
πρ-
προ
προρρ-
πτ-
πυ-
πω-
πρόρρησιν
Parse:
Noun: Acc Sing Fem
Root:
πρόρρησις
πρόρρησις
Parse:
Noun: Nom Sing Fem
Meaning:
prophecy, prediction, prognosis