προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμαρτυρησάντων
προσμαρτυρούντων
προσμείγνυμι
προσμείγνυται
προσμειδιάω
προσμειδιῶσα
προσμεῖναι
προσμείνας
προσμειξάντων
προσμένει
προσμένειν
προσμένουσιν, προσμενοῦσιν, προσμένουσι, προσμενοῦσι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • Root: προσμένω
προσμένω
προσμενῶ
προσμίγνυται