προσψ-
π-
πα-
πε-
πη-
πι-
πλ-
πν-
πο-
πρ-
προ
προσ
προσψα-
πτ-
πυ-
πω-
προσψαύετε
Parse:
Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
Root:
προσψαύω
προσψαῦσαι
Root:
προσψαύω
προσψαύω
Meaning:
to touch, impinge,
i.e., lay a finger on (in order to relieve)
Forms:
προσψαύετε
Verb: Pres Act Ind 2nd Plur