- βαλανεῖον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: bathhouse, bath, bathing room
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM βαλανεῖον βαλανεῖα GEN βαλανείου βαλανείων DAT βαλανείῳ βαλανείοις ACC βαλανεῖον βαλανεῖα
- βάλανος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- oak, oak-tree, acorn tree, acorn
- gates of oak
- bolt pin, oaks bar on a door
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM βάλανος βάλανοι GEN βαλάνου βαλάνων DAT βαλάνῳ βαλάνοις ACC βάλανον βαλάνους VOC βάλανε βάλανοι
- βαλάντια
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: βαλλάντιον
- βαλάντιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Root: βαλλάντιον
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM βαλάντιον βαλάντια GEN βαλαντίου βαλαντίων DAT βαλαντίῳ βαλαντίοις ACC βαλάντιον βαλάντια
- βαλαντίου
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: βαλλάντιον
- βαλβίς
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: starting line
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM βαλβίς βαλβῖδες GEN βαλβῖδος βαλβίδων DAT βαλβῖδι βαλβῖσι(ν) ACC βαλβῖδα βαλβῖδας VOC βαλβίς βαλβῖδες
- βαλλάντια
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: βαλλάντιον
- βαλλάντιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: bag, purse, money pouch, wallet
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM βαλλάντιον
βαλάντιονβαλλάντια
βαλάντιαGEN βαλλαντίου
βαλαντίουβαλλαντίων
βαλαντίωνDAT βαλλαντίῳ
βαλαντίῳβαλλαντίοις
βαλαντίοιςACC βαλλάντιον
βαλάντιονβαλλάντια
βαλάντια
- βαλλαντίου
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: βαλλάντιον
- βαλλαντίῳ
-
- Parse: Noun: Dat Sing Neut
- Root: βαλλάντιον
- βαλλόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: βάλλω
- Parse:
- βάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to throw, cast, thrust
- to put, place, lay, set up (a mound)
- to pour
βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα
he poured water into the basin (John 13:5) - to rush (intrans.)
- to send forth (roots)
ἑώρακα ἄφρονας ῥίζαν βάλλοντας
I have seen the foolish taking root (Job 5:3)
- Middle Meaning:
- to throw oneself down to lie and rest
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
Principle Parts Present Future Aorist βάλλω βαλῶ ἔβαλον
ἔβαλαPerfect
ActivePerfect
Mid/PassAorist
Passiveβέβληκα βέβλημαι ἐβλήθην - Forms:
- βαλταμ
-
- Parse: Transliterated Hebrew noun
- Hebrew: בְּעֵל
- Meaning: chancellor
- Concord:
LXX: Ezra 4:8,9,17