δέξαι
δεξαμενάς
δεξαμενή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a reservoir, tank, cistern, trough
  • Forms:
δεξαμένη
δεξάμενοι
δεξαμένοις
δεξάμενος
δεξαμένων
δέξασθαι
δέξασθε
δεξάσθω
δέξεται
δέξῃ
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
    • Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • Root: δέχομαι
δέξηται
δεξιά
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • Adj: Nom Sing Fem
  • Root: δεξιός
δεξιᾷ
δεξιάζω
  • Meaning:
    • to greet with the right hand
    • to approve, welcome
  • Forms:
    • δεξιασθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
δεξιαῖς
δεξιάν
δεξιάς
δεξιᾶς
δεξιασθείς
δεξιοβάλους
δεξιοβόλος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: body-guard, right-hand guard
  • Note: Found in Acts 23:23, may be misspelling of δεξιολάβος
δεξιοῖς
δεξιολάβος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: a body-guard, guardsman, spearman, right-hand guard
δεξιολάβους
δεξιόν
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Sing Neut
    • Adj: Acc Sing Masc
  • Root: δεξιός
δεξιός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Adjectival Meaning:
    • right as opposed to the left
  • Substantival Meaning:
    • the right hand
    • the right-hand side
  • Forms:
δεξιοῦ
δεξιούς
δεξιῷ
δεξιῶν
δέξομαι
δέξωνται