διαφαίνω
διαφανεῖς
διαφανῆ
διαφανής
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMδιαφανήςδιαφανές
GENδιαφανοῦς
DATδιαφανεῖ
ACCδιαφανῆδιαφανές
Plural
 MascFemNeuter
NOMδιαφανεῖςδιαφανῆ
GENδιαφανῶν
DATδιαφανέσι(ν)
ACCδιαφανεῖςδιαφανῆ
διαφαύσῃ
διαφαύσκω
διαφέρει
διαφέρειν
διαφέρετε
διαφερόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: διαφέρω
διαφερομένων
διαφέροντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: διαφέρω
διαφέροντας
διαφερόντων
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
    • Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
  • Meaning: to carry over
  • Root: διαφέρω
διαφερόντως
  • Parse: Adverb
  • Meaning: differently from
διαφέρω
Present
  • διαφέρει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διαφέρειν Verb: Pres Act Infin
  • διαφέρετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • διαφερόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διαφερομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
  • διαφέροντα Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
  • διαφέροντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • διαφέρων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • διεφέροντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • διεφέρετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διέφερον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διέφερον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διοίσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
Aorist
  • διενέγκασαι Part: Aor Act Nom Plur Fem
  • διενέγκας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • διενέγκῃ Verb: 2Aor Act Subj 3rd Sing
  • διενεχθῆναι Verb: Aor Pass Infin
  • διήνεγκε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διηνέχθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
Perfect
  • διενηνοχώς Part: Perf Act Nom Sing Masc
  • διενηνεγμένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
διαφεύγω
Present
Imperfect
Future
  • διαφεύξεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • διαφεύξῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
Aorist
  • διαφύγοιεν Verb: Aor Act Opt 3rd Plur
  • διαφυγεῖν Verb: Aor Act Infin
  • διαφύγῃ Verb: 2Aor Act Subj 3rd Sing
  • διαφύγῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διαφύγοι Verb: 2Aor Act Opt 3rd Sing
  • διαφυγόντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • διέφυγε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • διαπεφευγότες Part: Perf Act Nom Plur Masc
  • διαπεφεύγασιν Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
  • διαπεφευγότα
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • διαπεφευγώς Part: Perf Act Nom Sing Masc
διαφεύξεται
διαφεύξῃ
διαφημίζειν
διαφημίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to disseminate, spread (news, fame) widely, blaze abroad, commonly report, spread abroad
  • Cognates:

    διαφημίζω, ἐπιφημίζω, φημίζω

  • Forms:
    • διαφημίζειν Verb: Pres Act Infin
    • διεφήμισαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • διεφημίσθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
διαφθαρῇ
διαφθαρῆναι
διαφθαρήσεται
διαφθαρήσονται
διαφθεῖραι
διαφθείρατε
διαφθείρει
διαφθείρειν
διαφθείρεται
διαφθείρῃ
διαφθείρῃς
διάφθειρον
διαφθεῖρον
διαφθείροντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: διαφθείρω
διαφθείροντας
διαφθείροντες
διαφθείροντι
διαφθείροντος
διαφθειρόντων
διαφθείρω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • Physically:
      • to ruin, destroy utterly, ravage
      • to kill, do away with
      • to spoil, rot (of meat, vegetation, garment)
      • to rust (of iron)
      • to decay, perish
    • Morally & Religiously:
      • to corrupt
      • to ruin morally
      • to break (a covenant), renege on (a promise)
      • to degenerate morally
  • Passive Meaning:
    • to be spoiled, be desiccated
    • to be consumed
    • to perish, decay
    • to be corrupted
  • Cognates:

    διαφθείρω, καταφθείρω, φθείρω

  • Forms:
Present
  • διαφθείρωσι Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
  • διαφθείρει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διαφθείρειν Verb: Pres Act Infin
  • διαφθείρεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διαφθείρῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
  • διαφθείρῃς Verb: Pres Act Subj 2nd Sing
  • διαφθεῖρον Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
  • διαφθείροντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • διαφθείροντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • διαφθείροντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • διαφθείροντι Part: Pres Act Dat Sing Masc
  • διαφθείροντος Part: Pres Act Gen Sing Neut
  • διαφθειρόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc
  • διαφθείρωμεν Verb: Pres Act Subj 1st Plur
  • διαφθειρόμενος Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • διαφθείρων Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διαφθειρομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
  • διαφθειρόμενον
    • Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
    • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
Imperfect
  • διεφθείρετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διέφθειρε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διέφθειρον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διέφθειρον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • διεφθείροντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • διαφθαρήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
  • διαφθαρήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διαφθερεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαφθερῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διαφθείρωσι Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • διαφθαρῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • διαφθαρῆναι Verb: Aor Pass Infin
  • διαφθεῖραι Verb: Aor Act Infin
  • διαφθείρατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διάφθειρον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διεφθάρη Verb: 2Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διεφθάρησαν Verb: 2Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διεφθάρητε Verb: Aor Pass Ind 2nd Plur
  • διέφθειραν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διέφθειρας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διεφθείρατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
Perfect
  • διεφθαρμένην Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
  • διεφθαρμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διεφθαρμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • διεφθαρμέναις Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Fem
  • διεφθαρμένας Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
  • διεφθαρμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διεφθαρμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διεφθαρμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • διεφθαρμένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
  • διέφθαρται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διέφθαρτο Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
διαφθείρωμεν
διαφθείρων
διαφθείρωσι
διαφθερεῖ
διαφθερῶ
διαφθονέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to envy
  • Cognates:

    διαφθονέω, φθονέω

  • Forms:
    • διεφθόνουν Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • διεφθόνουν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
διαφθορά
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαφθοράδιαφθοραί
GENδιαφθορᾶς, διαφθοράςδιαφθορῶν
DATδιαφθορᾷδιαφθοραῖς
ACCδιαφθοράνδιαφθοράς
VOCδιαφθοράδιαφθοραί, διαφθορᾶς
διαφθορᾷ
διαφθοραῖς
διαφθοράν
διαφθορᾶς
διαφθορῶν
διαφλέγω
διαφλέξει
διαφορά
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαφοράδιαφοραί
GENδιαφορᾶς, διαφοράςδιαφορῶν
DATδιαφορᾷδιαφοραῖς
ACCδιαφοράνδιαφοράς
VOCδιαφοράδιαφοραί, διαφορᾶς
διάφορα
διαφοράν
διαφοράς
διαφορᾶς
διαφορέω
διαφόρημα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • something torn to pieces, prey
    • something that has been scattered all around
    • thing thrown to and fro
    • the game of ball, ball game
  • Cognates:

    διαφόρημα, φόρημα

Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδιαφόρημαδιαφορήματα
GENδιαφορήματοςδιαφορημάτων
DATδιαφορήματιδιαφορήμασι(ν)
ACCδιαφόρημαδιαφορήματα
VOCδιαφόρημαδιαφορήματα
διαφόροις
διάφορον
διάφορος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάφοροςδιάφορον
GENδιαφόρου
DATδιαφόρῳ
ACCδιάφορον
VOCδιάφορεδιάφορον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάφοροιδιάφορα
GENδιαφόρων
DATδιαφόροις
ACCδιαφόρουςδιάφορα
VOCδιάφοροιδιάφορα
διαφόρου
διαφοροῦντες
διαφόρῳ
διαφόρων
διαφόρως
  • Parse: Adverb
  • Meaning: differently
διαφορωτέρας
διαφορώτερον
διαφορώτερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of διάφορος
  • Meaning: more different, more outstanding
Comparative
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαφορώτεροςδιαφορωτέραδιαφορώτερον
GENδιαφορωτέρουδιαφορωτέραςδιαφορωτέρου
DATδιαφορωτέρῳδιαφορωτέρᾳδιαφορωτέρῳ
ACCδιαφορώτερονδιαφορωτέρανδιαφορώτερον
VOCδιαφορώτερεδιαφορωτέραδιαφορώτερε
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαφορώτεροιδιαφορώτεραιδιαφορώτερα
GENδιαφορωτέρων
DATδιαφορωτέροιςδιαφορωτέραιςδιαφορωτέροις
ACCδιαφορωτέρουςδιαφορωτέραςδιαφορώτερα
διαφυγεῖν
διαφύγῃ
διαφύγῃς
διαφύγοι
διαφυγόντες
διαφυλάξαι
διαφυλάξας
διαφυλάξει
διαφυλάξῃ
διαφυλάξῃς
διαφύλαξον
διαφυλάσσει
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
  • Meaning: to watch closely
  • Root: διαφυλάσσω
διαφυλάσσειν
διαφυλάσσοντας
διαφυλάσσω
Present
  • διαφυλάσσειν Verb: Pres Act Infin
  • διαφυλάσσοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • διαφυλάσσων Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • διαφυλάττειν Verb: Pres Act Infin
Imperfect
  • διεφύλαττε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διεφύλαττον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διεφύλαττον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διαφυλάξει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαφυλαχθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
Aorist
  • διεφυλάχθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διαφυλάξαι Verb: Aor Act Infin
  • διαφυλάξας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • διαφυλάξῃ Verb: 1Aor Act Subj 3rd Sing
  • διαφυλάξῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διαφύλαξον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διεφύλαξαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διεφύλαξε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διεφυλάχθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
Perfect
  • διαπεφυλαγμένη Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
διαφυλάσσων
διαφυλάττειν
διαφυλαχθήσεται
διαφωνέω
διαφωνήσει
διαφῶσαι
διαφώσκω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to dawn
    • to show light through
  • Cognates:

    διαφώσκω, ἐπιφώσκω

  • Forms:
    • διαφῶσαι Verb: Aor Act Infin
διαφωτίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to dawn
    • to rise (e.g., the sun rose this morning)
    • to grow light
    • to enlighten, clear completely
  • Cognates:

    διαφωτίζω, φωτίζω

  • Forms:
    • διαφωτίσαι Verb: Aor Act Infin
  • Root: διαφωτίζω
διαφωτίσαι