πέρδικα
πέρδικας
πέρδικες
πέρδικι
περδίκων
πέρδιξ
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a partridge
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπέρδιξπέρδικες
GENπέρδικοςπερδίκων
DATπέρδικιπέρδιξι(ν)
ACCπέρδικαπέρδικας
VOCπέρδιξπέρδικες