περίβαλε
περιβαλεῖ
περιβαλεῖν
περιβαλεῖς
περιβαλεῖται
περιβαλέσθαι
περιβαλέσθω
περιβαλέσθωσαν
περιβάλῃ
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Subj 3rd Sing
    • Verb: 2Aor Mid Subj 2nd Sing
  • Root: περιβάλλω
περιβάληται
περιβάλλει
περιβάλλειν
περιβάλλεσθαι
περιβάλλεσθε
περιβαλλέσθωσαν
περιβάλλεται
περιβάλληται
περιβαλλομένη
περιβαλλομένου
περιβάλλοντι
περιβάλλουσιν
περιβάλλω
Present
  • περιβαλλέσθωσαν Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Plur
  • περιβάλλει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • περιβάλλεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • περιβάλλεσθε Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Plur
  • περιβάλλεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • περιβάλληται Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Sing
  • περιβαλλομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • περιβαλλομένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc
  • περιβάλλοντι Part: Pres Act Dat Sing Masc
  • περιβάλλουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
Imperfect
  • περιέβαλλον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • περιέβαλλον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • περιβαλεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • περιβαλεῖς Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • περιβαλεῖται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • περιβαλούμεθα Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
  • περιβαλοῦσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • περιβαλῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • περιβαλεῖν Verb: Aor Act Infin
  • περίβαλε Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • περιβληθέντες Part: Aor Pass Nom Plur Masc
  • περιέβαλε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • περιέβαλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • περιέβαλες Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • περιεβάλεσθε Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
  • περιεβάλετε Verb: 2Aor Act Ind 2nd Plur
  • περιεβάλετο Verb: 2Aor Mid Ind 3rd Sing
  • περιεβάλομεν Verb: 2Aor Act Ind 1st Plur
  • περιέβαλον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
  • περιεβάλοντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
  • περιβαλέσθαι Verb: 2Aor Mid Infin
  • περιβαλέσθω Verb: Aor Mid Imperative 3rd Sing
  • περιβαλέσθωσαν Verb: Aor Mid Imperative 3rd Plur
  • περιβάλῃ Verb: 2Aor Mid Subj 2nd Sing
  • περιβαλόμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
  • περιβαλοῦ Verb: 2Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • περιβάληται Verb: 2Aor Mid Subj 3rd Sing
  • περιβαλώμεθα Verb: 2Aor Mid Subj 1st Plur
  • περιβαλών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
  • περιβάλωνται Verb: Aor Mid Subj 3rd Plur
Perfect
  • περιβεβλημένη Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
  • περιβεβλημένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
  • περιβεβλημένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
  • περιβεβλημένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • περιβεβλημένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • περιβεβλημένου Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
  • περιβεβλημένους Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
  • περιβεβλημένῳ Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
  • περιβεβλημένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Masc
περιβαλόμενοι
περιβαλοῦ
περιβαλούμεθα
περιβαλοῦσι, περιβαλοῦσιν
περιβαλῶ
περιβαλώμεθα
περιβαλών
περιβάλωνται
περιβεβιωκότες
περιβεβλημένη
περιβεβλημένοι
περιβεβλημένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: περιβάλλω
περιβεβλημένος
περιβεβλημένου
περιβεβλημένους
περιβεβλημένῳ
περιβεβλημένων
περιβιόω
περιβλεπομένη
περιβλέπονται
περίβλεπτον
περιβλέπου
περίβλεπτος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: distinguished, respected, looked at from all sides, looked up by everyone, admired of all observers
περιβλέπω
περίβλεψαι
περιβλεψάμενοι
περιβλεψάμενος
περιβλέψαντες
περιβλέψεται
περιβλέψῃ
περιβλέψῃς
περιβληθέντες
περίβλημα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπερίβλημαπεριβλήματα
GENπεριβλήματοςπεριβλημάτων
DATπεριβλήματιπεριβλήμασι(ν)
ACCπερίβλημαπεριβλήματα
VOCπερίβλημαπεριβλήματα
περιβόητον
περιβόητος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning:
    • well known, famous, celebrated
    • noised abroad, much talked of
  • Cognates:

    βοητός, διαβόητος, περιβόητος

  • Forms:
    • περιβόητον Adj: Nom/Acc Sing Neut
    • περιβοήτου Adj: Gen Sing Neut
περιβοήτου
περιβόλαια
περιβόλαιον
Neuter
 SingularPlural
NOMπεριβόλαιονπεριβόλαια
GENπεριβολαίουπεριβολαίων
DATπεριβολαίῳπεριβολαίοις
ACCπεριβόλαιονπεριβόλαια
περιβολαίου
περιβολαίων
περιβολή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπεριβολήπεριβολαί
GENπεριβολῆςπεριβολῶν
DATπεριβολῇπεριβολαῖς
ACCπεριβολήνπεριβολάς
VOCπεριβολήπεριβολαί
περιβολῇ
περιβολήν
περίβολοι
περιβόλοις
περίβολον
περίβολος
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMπερίβολοςπερίβολοι
GENπεριβόλουπεριβόλων
DATπεριβόλῳπεριβόλοις
ACCπερίβολονπεριβόλους
VOCπερίβολεπερίβολοι
περιβόλου
περιβόλους
περιβόλῳ
περιβόλων
περιβώμιος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: altar ornament
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMπεριβώμιοςπεριβώμιοι
GENπεριβωμίουπεριβωμίων
DATπεριβωμίῳπεριβωμίοις
ACCπεριβώμιονπεριβωμίους
VOCπεριβώμιεπεριβώμιοι