περιγενέσθαι
περιγενηθεῖσαν
περιγενόμενοι
περιγίνεται
περιγίνομαι
περιγινόμενα
περιγραφή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπεριγραφήπεριγραφαί
GENπεριγραφῆςπεριγραφῶν
DATπεριγραφῇπεριγραφαῖς
ACCπεριγραφήνπεριγραφάς
VOCπεριγραφήπεριγραφαί