- περιγενέσθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: περιγίνομαι
- περιγενηθεῖσαν
-
- Parse: Part: Aor Pass Acc Sing Fem
- Meaning: to be superior
- Root: περιγίνομαι
- περιγενόμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- Root: περιγίνομαι
- περιγίνεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: περιγίνομαι
- περιγίνομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to become master of, overcome, prevail
- to be superior, surpass
- Cognates:
ἀναγινώσκω, ἀπογιγνώσκω, ἀπογινώσκω, γιγνώσκω, γίνομαι, γινώσκω, διαγιγνώσκω, διαγίνομαι, διαγινώσκω, ἐμπαραγίνομαι, ἐπιγίνομαι, ἐπιγινώσκω, ἐπιπαραγίνομαι, καταγίνομαι, καταγινώσκω, μεταγίνομαι, παραγίνομαι, παραναγινώσκω, περιγίνομαι, προγίνομαι, προγινώσκω, προσγίνομαι, συγγίνομαι
συγγινώσκω
- Forms:
- περιγίνεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- περιεγένοντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- περιγενηθεῖσαν Part: Aor Pass Acc Sing Fem
- περιγινόμενα
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: περιγίνομαι
- περιγραφή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: the general, outward appearance
- Cognates:
ἀναγραφή, ἀπογραφή, γραφή, διαγραφή, ἐγγραφή, ἐπιγραφή, περιγραφή, συγγραφή
Feminine Noun Singular Plural NOM περιγραφή περιγραφαί GEN περιγραφῆς περιγραφῶν DAT περιγραφῇ περιγραφαῖς ACC περιγραφήν περιγραφάς VOC περιγραφή περιγραφαί