περιδειπνέω
περιδειπνῆσαι
περίδειπνον
περιδείπνῳ
περιδέξια
περιδέξιον
Neuter
 SingularPlural
NOMπεριδέξιονπεριδέξια
GENπεριδεξίουπεριδεξίων
DATπεριδεξίῳπεριδεξίοις
ACCπεριδέξιονπεριδέξια
περιδέξιος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMπεριδέξιοςπεριδέξιον
GENπεριδεξίου
DATπεριδεξίῳ
ACCπεριδέξιον
VOCπεριδέξιεπεριδέξιον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMπεριδέξιοιπεριδέξια
GENπεριδεξίων
DATπεριδεξίοις
ACCπεριδεξίουςπεριδέξια
VOCπεριδέξιοιπεριδέξια
περιδέω
περιδιπλόω
περιδράμετε
περιδραμόντες
περιδραμοῦνται
περιδύω