περιλαβεῖν
περιλάβετε
περιλάβῃ
περιλαβών
περιλακιζομένας
περιλακίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to rend or tear all around
  • Forms:
    • περιλακιζομένας Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
περιλαμβάνει
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
  • Meaning: to embrace
  • Root: περιλαμβάνω
περιλαμβάνοντες
περιλαμβάνω
περιλαμβάνων
περιλάμπω
περιλάμψαν
περιλειπόμενοι
περιλειπόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: περιλείπω
περιλείπω
περιλειφθέντος
περιλείχω
περιλείχων
περιλελειμμένα
περιλημφθήσονται
περιλήμψεται
περιλήμψεως
περίλημψις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπερίλημψιςπεριλήμψεις
GENπεριλήμψεωςπεριλήμψεων
DATπεριλήμψειπεριλήμψεσι(ν)
ACCπερίλημψι(ν)περιλήμψεις
VOCπερίλημψιςπεριλήμψεις
περιληφθήσονται
περιλήψεται
περιλήψεως
περιλοίποις
περίλοιπος
περιλοίπους
περιλούω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to wash all over
περίλυπον
περίλυπος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: very sad, deeply grieved, exceeding sorrowful, grieved all around, i.e., intensely sad
  • Cognates:

    ἄλυπος, περίλυπος

  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMπερίλυποςπερίλυπον
GENπεριλύπου
DATπεριλύπῳ
ACCπερίλυπον
VOCπερίλυπεπερίλυπον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMπερίλυποιπερίλυπα
GENπεριλύπων
DATπεριλύποις
ACCπεριλύπουςπερίλυπα
VOCπερίλυποιπερίλυπα
περιλύσαντες
περιλύω