περικαθαίρω
περικαθαίρων
περικαθαριεῖ
περικαθαριεῖτε
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • filth, refuse
    • scum
    • something cleaned off all around, the residue after cleaning
    • expiation, ransom
  • Cognates:

    κάθαρμα, περικάθαρμα

  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπερικάθαρμαπερικαθάρματα
GENπερικαθάρματοςπερικαθαρμάτων
DATπερικαθάρματιπερικαθάρμασι(ν)
ACCπερικάθαρμαπερικαθάρματα
VOCπερικάθαρμαπερικαθάρματα
περικαθάρματα
περικάθημαι
περικάθηνται
περικαθῆσθαι
περικάθηται
περικαθιεῖς
περικαθίζω
περικαθίσαι
περικαθίσαντες
περικαθίσῃς
περικαίω
περικαλύπτειν
περικαλύπτω
περικαλύψαι
περικαλύψαντες
περικαταβάλλω
περικατάλημπτος
περικατάληπτος
περίκειμαι
περικείμεθα
περικείμενα
περικείμενοι
περικείμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: περίκειμαι
περικείμενος
περίκεινται
περικειρόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: περικείρω
περικείρω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to shave (the beard) all around (i.e., from temple to temple)
    • to shear all around
  • Middle Meaning:
    • to cut one's hair around
  • Cognates:

    κείρω, περικείρω

  • Forms:
    • περικειρόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
    • περικεκαρμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
περικειτίι
περικεκαλυμμένα
περικεκαλυμμενήν
περικεκαρμένον
περικεκοσμημέναι
περικεκυκλωμένα
περικεκυκλωμένας
περικεφαλαία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: helmet, an encirclement of the head
  • Note: περικεφάλαιος is also an adjective
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπερικεφαλαίαπερικεφαλαῖαι
GENπερικεφαλαίαςπερικεφαλαιῶν
DATπερικεφαλαίᾳπερικεφαλαίαις
ACCπερικεφαλαίανπερικεφαλαίας
VOCπερικεφαλαίαπερικεφαλαῖαι
περικεφαλαῖαι
περικεφαλαίαις
περικεφαλαίαν
περικεφαλαίας
περικεχαλασμένων
περικεχρυσωμένα
περικεχυμένος
περικλασθήσονται
περικλάω
περικλείω
περικλύζω
περικλύσασθαι
περικλῶντες
περικνημίς
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπερικνημίςπερικνημῖδες
GENπερικνημῖδοςπερικνημίδων
DATπερικνημῖδιπερικνημῖσι(ν)
ACCπερικνημῖδαπερικνημῖδας
VOCπερικνημίςπερικνημῖδες
περικνημῖσι
περικομπέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to sound round about
    • to echo
    • to reverberate
  • Forms:
    • περιεκόμπουν Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • περιεκόμπουν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
περικοπέντες
περικοπῇ
περικόπτομεν
περικόπτω
περικοσμέω
περικόψας
περικρατεῖ
περικρατεῖς
περικρατέω
περικρατής
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMπερικρατήςπερικρατές
GENπερικρατοῦς
DATπερικρατεῖ
ACCπερικρατῆπερικρατές
Plural
 MascFemNeuter
NOMπερικρατεῖςπερικρατῆ
GENπερικρατῶν
DATπερικρατέσι(ν)
ACCπερικρατεῖςπερικρατῆ
περικρατήσειεν
περικρατοῦσιν
περικρύβω
περικρύπτω
περικυκλοῦντες
περικυκλόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to encircle, encompass, surround, blockade completely
    • to move along the periphery of
    • to hem in and overpower
  • Cognates:

    κυκλόω, περικυκλόω

  • Forms:
    • περικυκλοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • περιεκύκλου Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
    • περιεκύκλωσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • περιεκύκλωσε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • περικεκυκλωμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
    • περικεκυκλωμένας Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
    • περικυκλωθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
    • περικυκλώσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
    • περικυκλώσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
περικύκλῳ
  • Parse: Adverb
  • Meaning: round about, around on every side
περικυκλωθήσεται
περικυκλώσατε
περικυκλώσουσι, περικυκλώσουσιν