- συμπραγματεύομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to assist in transacting
- to associate in business
- to do business together
- to be partners in business
- Cognates:
- Forms:
- συμπραγματευόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- συμπραγματευόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: συμπραγματεύομαι
- συμπρεσβύτερος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: co-presbyter, co-elder
Masculine Noun Singular Plural NOM συμπρεσβύτερος συμπρεσβύτεροι GEN συμπρεσβυτέρου συμπρεσβυτέρων DAT συμπρεσβυτέρῳ συμπρεσβυτέροις ACC συμπρεσβύτερον συμπρεσβυτέρους VOC συμπρεσβύτερε συμπρεσβύτεροι
- συμπροβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw before
- Note: Like προβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συμπροπέμπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to escort (someone part of the way)
- to join in escorting
- to join in sending forward
- to accompany
- Cognates:
ἀναπέμπω, ἀποπέμπω, διαπέμπω, εἰσπέμπω, ἐκπέμπω, ἐπιπέμπω, μεταπέμπω, παραπέμπω, πέμπω, προπέμπω, συμπέμπω, συμπροπέμπω
- Forms:
- συμπροπέμπων Part: Pres Act Nom Sing Masc
- συμπροπέμψαι Verb: 1Aor Act Infin
- συμπροπέμπων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: συμπροπέμπω
- συμπροπέμψαι
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Infin
- Root: συμπροπέμπω
- συμπροπορεύομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to proceed with, travel forward with, go with
- Cognates:
διαπορεύομαι, εἰσπορεύομαι, ἐκπεριπορεύομαι, ἐκπορεύομαι, ἐμπορεύομαι, ἐπιπορεύομαι, καταπορεύομαι, παραπορεύομαι, παρεισπορεύομαι, περιπορεύομαι, πορεύομαι, προπορεύομαι, προσπορεύομαι, συμπορεύομαι, συμπροπορεύομαι, συνεκπορεύομαι
- Forms:
- συμπρόσειμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: (based on εἰμί and infinitive: εἶναι)
- to have fellowship with
- to be present together with (as a support)
- Cognates:
ἄνειμι, ἄπειμι, εἰμί, εἶμι, εἴσειμι, ἔνειμι, ἔπειμι, ἔξειμι, κάτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, συμπάρειμι, συμπρόσειμι, συνάντειμι, σύνειμι
- Forms:
- συμπροσέσται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- συμπροσέστω Verb: Pres Act Imperative 3rd Sing
- συμπροσέσται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συμπρόσειμι
- συμπροσέστω
-
- Parse: Verb: Pres Act Imperative 3rd Sing
- Root: συμπρόσειμι
- συμπροσπλακήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συμπροσπλέκομαι
- συμπροσπλέκομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to contend, struggle hard
- to get entangled (in a battle)
- Concord:
NT: _
LXX: Dan 11:10
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _ - Forms:
- συμπροσπλακήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing