σύμπτωμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMσύμπτωμασυμπτώματα
GENσυμπτώματοςσυμπτωμάτων
DATσυμπτώματισυμπτώμασι(ν)
ACCσύμπτωμασυμπτώματα
VOCσύμπτωμασυμπτώματα
συμπτώματος
συμπτωμάτων