- προέβαλλε, προέβαλλεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: προβάλλω
- προεβίβασαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προβιβάζω
- προέβλεπε, προέβλεπεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: προβλέπω
- προέγνω
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προγινώσκω
- προεγνωσμένου
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: προγινώσκω
- προεγνώσθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: προγινώσκω
- προεδημιούργησα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: προδημιουργέω
- προέδραμε, προέδραμεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προτρέχω
- προεθήκαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: προτίθημι
- προεθυμεῖτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Meaning: to be ready, eager
- Root: προθυμέομαι
- προεθυμήθην
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
- Root: προθυμέομαι
- προεθυμήθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: προθυμέομαι
- προειδυίας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Fem
- Root: προοράω
- προείλαντο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: προαιρέω
- προειλόμην
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: προαιρέω
- πρόειμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning #1: (based on εἰμί and infinitive: εἶναι)
- to be preexistent
- to exist before, already exist
- ----------
- Meaning #2: (based on εἶμι and infinitive ἰέναι)
- to go forward, advance
- Cognates:
ἄνειμι, ἄπειμι, εἰμί, εἶμι, εἴσειμι, ἔνειμι, ἔπειμι, ἔξειμι, κάτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, συμπάρειμι, συμπρόσειμι, συνάντειμι, σύνειμι
- Forms:
- προϊούσης Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Sing
- πρόῃ Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Sing
- προόν Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
- προείπαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: προλέγω
- προείπομεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: προλέγω
- προειπόντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προλέγω
- προειρήκαμεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 1st Plur
- Root: προερέω
- προείρηκεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: προερέω
- προειρηκέναι
-
- Parse: Verb: Perf Act Infin
- Root: προερέω
- προειρημένα
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: προλέγω
- προειρημέναι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
- Root: προερέω
- προειρημένας
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
- Root: προλέγω
- προειρημένης
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
- Root: προλέγω
- προειρημένῃ
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
- Root: προερέω
- προειρημένοις
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: προλέγω
- προειρημένον
-
- Parse:
- Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
- Root: προλέγω
- Parse:
- προειρημένος
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: προλέγω
- προειρημένου
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Masc
- Root: προλέγω
- προειρημένους
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: προλέγω
- προειρημένῳ
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
- Root: προλέγω
- προειρημένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: προερέω
- προείρηται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προοράω
- προεισβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw into
- Note: Like εἰσβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προεκάθητο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προκάθημαι
- προεκβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw out
- Note: Like ἐκβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προέκοπτε, προέκοπτεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: προκόπτω
- προέκοπτον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: προκόπτω
- Parse:
- προεκτεθείσαις
-
- Parse: Part: Aor Pass Dat Plur Fem
- Root: προεκτίθεμαι
- προεκτίθεμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to set forth before
- Cognates:
ἀνατίθεμαι, ἀνατίθημι, ἀντιδιατίθημι, ἀντιτίθημι, ἀποτίθημι, διατίθεμαι, διατίθημι, ἐκτίθημι, ἐντίθημι, ἐπιπροστίθημι, ἐπιτίθημι, κατατίθημι, μετατίθημι, παρακατατίθημι, παρατίθημι, περιτίθημι, προεκτίθεμαι, προσανατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθεμαι, συγκατατίθημι, συνεπιτίθημι, συντίθημι, τίθημι, ὑπερτίθημι, ὑποτίθημι
- Forms:
- προεκτεθείσαις Part: Aor Pass Dat Plur Fem
- προεκφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to put forth first, put out before, put out forward
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- προεξήνεγκε(ν) Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- προέλαβε, προέλαβεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προλαμβάνω
- προέλαβον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προλαμβάνω
- Parse:
- προελέγομεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 1st Plur
- Root: προλέγω
- προελέσθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: προαιρέω
- προελεύσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: προέρχομαι
- προελθεῖν
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: προέρχομαι
- Parse:
- προελθέτω
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Imperative 3rd Sing
- Root: προέρχομαι
- προελθόντα
-
- Parse:
- Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
- Part: Aor Act Acc Sing Masc
- Root: προέρχομαι
- Parse:
- προελθόντας
-
- Parse: Part: Aor Act Acc Plur Masc
- Root: προέρχομαι
- προελθόντες
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προέρχομαι
- προελθόντων
-
- Parse:
- Part: Aor Act Gen plur Masc/Neut
- Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Root: προέρχομαι
- Parse:
- προελθών
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
- Root: προέρχομαι
- προέλθωσιν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: προέρχομαι
- προεμάχησε, προεμάχησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προμαχέω
- προεμβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to put in, insert before
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προεμήνυσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προμηνύω
- προενέχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to be involved in before
- Note: Also see προσενέχομαι
- Forms:
- προενέχεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- προενήρξασθε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
- Root: προενάρχομαι
- προενήρξατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: προενάρχομαι
- προενόησε, προενόησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προνοέω
- προενόμευσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προνομεύω
- προεξαπέστειλε, προεξαπέστειλεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προεξαποστέλλω
- προεξαποστέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to send out beforehand
- Cognates:
ἀναστέλλω, ἀνταποστέλλω, ἀποδιαστέλλω, ἀποστέλλω, διαστέλλω, ἐξαποστέλλω, ἐπαποστέλλω, ἐπιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, προαποστέλλω, προεξαποστέλλω, προσαποστέλλω, προσυστέλλω, στέλλω, συναποστέλλω, συστέλλω, ὑποστέλλω
- Forms:
- προεξαπέστειλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προεξήνεγκε, προεξήνεγκεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προεκφέρω
- προεξομολογέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Root: προεξομολογέω
- προεξομολογέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to confess (sins) beforehand
- to confess out, confess outwardly to
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Forms:
- προεξομολογέομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- προεξομολογησάμενοι Part: Aor Mid/Pass Nom Plur Masc
- προεξωμολογησάμην Verb: 1Aor Mid Ind 1st Sing
- προεξομολογησάμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: προεξομολογέω
- προεξωμολογησάμην
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: προεξομολογέω
- προεπαγγέλλομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προεπαγγέλλω
- προεπαγγέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to promise before, promise beforehand
- to promise previously
- Cognates:
ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, διαγγέλλω, ἐξαγγέλλω, εὐαγγελίζω, ἐπαγγέλλω, καταγγέλλω, παραγγέλλω, προαπαγγέλλω, προεπαγγέλλω, προευαγγελίζομαι, προκαταγγέλλω, προσαγγέλλω
- Forms:
- προεπαγγέλλομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- προεπηγγείλατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- προεπηγγελμένην Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
- προεπεκαλέσασθε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
- Root: προεπικαλέω
- προεπελακέσασθε
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Ind 2nd Plur
- Root: προεπιλακτίζω
- προεπελακτισάμην
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: προεπιλακτίζω
- προέπεμπον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: προπέμπω
- Parse:
- προέπεμψε, προέπεμψεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Meaning: to send before, send forward
- Root: προπέμπω
- προεπηγγείλατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: προεπαγγέλλω
- προεπηγγελμένην
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
- Root: προεπαγγέλλω
- προεπιβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw upon
- Note: Like ἐπιβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προεπικαλέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to invite
- Cognates:
ἀνακαλέω, ἀντικαλέω, ἐγκαλέω, εἰσκαλέω, ἐκκαλέω, ἐπικαλέω, καλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, προεπικαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, προσπαρακαλέω, συγκαλέω, συμπαρακαλέω
- Forms:
- προεπεκαλέσασθε Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
- προεπιλακτίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to invite
- Cognates:
- Forms:
- προεπελακτισάμην Verb: 1Aor Mid Ind 1st Sing
- προεπελακέσασθε Verb: 1Aor Mid Ind 2nd Plur
- προεπορεύετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προπορεύομαι
- προεπορεύοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: προπορεύομαι
- προερέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to predict, foretell, say (speak, tell) beforehand
- Forms:
- προειρημέναι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
- προείρηκα Verb: Perf Act Ind 1st Sing
- προειρήκαμεν Verb: Perf Act Ind 1st Plur
- προείρηκεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- προειρηκέναι Verb: Perf Act Infin
- προειρημένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Masc
- προειρημένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Neut
- προειρημένῃ Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
- προειρημένῃ Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Neut
- προερμηνεύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to translate before
- προέρχεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προέρχομαι
- προέρχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to go forward, go on, advance, proceed
- to go before, go ahead
- to come out, proceed
- to move out and expose oneself
- to come into view and make an appearance
- Cognates:
ἀνέρχομαι, ἀντανέρχομαι, ἀντιπαρέρχομαι, ἀπέρχομαι, διέρχομαι, διεξέρχομαι, εἰσέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπεισέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπεξέρχομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρεισέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι, συνεισέρχομαι, συνεπέρχομαι, συνέρχομαι, συνεξέρχομαι, ὑπέρχομαι, ὑπεξέρχομαι
- Forms:
- προεστᾶσιν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: προΐστημι
- προεστήκασιν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: προΐστημι
- προεστηκόσι
-
- Parse: Part: Perf Act Dat Plur Masc/Neut
- Root: προΐστημι
- προεστηκότα
-
- Parse:
- Part: Perf Act Acc Sing Masc
- Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
- Root: προΐστημι
- Parse:
- προεστηκότας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Masc
- Root: προΐστημι
- προεστηκότος
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: προΐστημι
- προεστῶτες
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
- Root: προΐστημι
- προέτειναν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προτείνω
- προέτεινε, προέτεινεν
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προτείνω
- Parse:
- προετοιμάσας
-
- Parse:
- Part: Fut Act Acc Plur Fem
- Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: προετοιμάζω
- Parse:
- προετοιμάσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: προετοιμάζω
- προετοιμάσησθε
-
- Parse: Verb: Fut Mid/Pass Ind 2nd Plur
- Root: προετοιμάζω
- προετοιμάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to get ready beforehand, prepare in advance, ordain before
- Cognates:
- Forms:
- προετοιμάσας Part: Fut Act Acc Plur Fem
- προετοιμάσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
- προετοιμάσας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- προετοιμάσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- προητοίμασας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- προητοίμασε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προητοίμασε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προετοιμάσησθε Verb: Fut Mid/Pass Ind 2nd Plur
- προετρέπετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προτρέπω
- προετρέψατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: προτρέπω
- προευαγγελίζομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to proclaim gospel in advance
- Cognates:
ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, διαγγέλλω, ἐξαγγέλλω, εὐαγγελίζω, ἐπαγγέλλω, καταγγέλλω, παραγγέλλω, προαπαγγέλλω, προεπαγγέλλω, προευαγγελίζομαι, προκαταγγέλλω, προσαγγέλλω
- Forms:
- προευηγγελισάμην Verb: 1Aor Mid Ind 1st Sing
- προευηγγελίσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- προευηγγελισάμην
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: προευαγγελίζομαι
- προευηγγελίσατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: προευαγγελίζομαι
- προεφανερώθη
-
- Parse: Verb: 1Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: προφανερόω
- προεφανέρωσας
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: προφανερόω
- προεφανέρωσε, προεφανέρωσεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προφανερόω
- προεφέροντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: προφέρω
- προεφήτευον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: προφητεύω
- Parse:
- προεφητεύσαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: προφητεύω
- προεφήτευσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προφητεύω
- προεφήτευσε, προεφήτευσεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προφητεύω
- προέφθακεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: προφθάνω
- προέφθασαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προφθάνω
- προέφθασας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: προφθάνω
- προέφθασε, προέφθασεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: προφθάνω
- προεχειρίσατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: προχειρίζω
- προεχόμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: προέχω
- προέχοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Meaning: to hold before
- Root: προέχω
- προέχω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to excel, be first
- to hold before
- to be better (than another)
- to have an advantage
- Cognates:
ἀμπέχω, ἀνέχω, ἀντέχω, ἀπέχω, ἀποσυνέχω, διακατέχω, ἔχω, ἐμπεριέχω, ἐνέχω, ἐπέχω, ἐπισυνέχω, ἐξέχω, κατέχω, μετέχω, παρέχω, περιέχω, προέχω, προκατέχω, προσανέχω, προσέχω, συμμετέχω, συμπεριέχω, συνέχω, ὑπέχω, ὑπερέχω
- Forms:
- προεῖχεν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- προέχουσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
- προέχομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- προεχόμεθα Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- προεωρακότες
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
- Root: προοράω