- δεῦρο
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- Of Place: come here!, hither
- Of Time: until now, hitherto
- Adverb: here, to this place
- δεῦτε
-
- Parse: Adverb (indeclined form)
- Meaning:
- come here!
- follow!
- δευτεραῖος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: secondary, next day
- Forms:
Singular NOM δευτεραῖος δευτεραία δευτεραῖον GEN δευτεραίου δευτεραίας δευτεραίου DAT δευτεραίῳ δευτεραίᾳ δευτεραίῳ ACC δευτεραῖον δευτεραίαν δευτεραῖον Plural Masculine Feminine Neuter NOM δευτεραῖοι δευτεραῖαι δευτεραῖα GEN δευτεραίων DAT δευτεραίοις δευτεραίαις δευτεραίοις ACC δευτεραίους δευτεραίας δευτεραῖα
- δευτεραῖοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Meaning: secondary
- Root: δευτεραῖος
- δευτερεῦον
-
- Parse: Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
- Root: δευτερεύω
- δευτερεύοντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Root: δευτερεύω
- Parse:
- δευτερεύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to be second (in rank)
- to serve as deputy
- Forms:
- δευτερεῦον Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
- δευτερεύοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
- δευτερεύων Part: Pres Act Nom Sing Masc
- δευτεροῦντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
- δευτερεύων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: δευτερεύω
- δευτέριος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- second
- of inferior quality; second war-chariot
- spare chariot, standby chariot
- Forms:
Singular Masculine Feminine Neuter NOM δευτέριος δευτερία δευτέριον GEN δευτερίου δευτερίας δευτερίου DAT δευτερίῳ δευτερίᾳ δευτερίῳ ACC δευτέριον δευτερίαν δευτέριον VOC δευτέριε δευτερία δευτέριε Plural Masculine Feminine Neuter NOM δευτέριοι δευτέριαι δευτέρια GEN δευτερίων δευτερίων δευτερίων DAT δευτερίοις δευτερίαις δευτερίοις ACC δευτερίους δευτερίας δευτέρια VOC δευτέριοι δευτέριαι δευτέρια
- δευτερολογέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to repeat, speak a second time
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Forms:
- ἐδευτερολόγησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- δευτερονόμιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: Deuteronomy, law second time, law again, law repeated
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM δευτερονόμιον δευτερονόμια GEN δευτερονομίου δευτερονομίων DAT δευτερονομίῳ δευτερονομίοις ACC δευτερονόμιον δευτερονόμια
- δευτερονομίῳ
-
- Parse: Noun: Dat Sing Neut
- Root: δευτερονόμιον
- δευτερόπρωτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: second
- Forms:
Singular Masculine Feminine Neuter NOM δευτερόπρωτος δευτεροπρώτα δευτερόπρωτον GEN δευτεροπρώτου δευτεροπρώτας δευτεροπρώτου DAT δευτεροπρώτῳ δευτεροπρώτᾳ δευτεροπρώτῳ ACC δευτερόπρωτον δευτεροπρώταν δευτερόπρωτον VOC δευτερόπρωτε δευτεροπρώτα δευτερόπρωτε Plural Masculine Feminine Neuter NOM δευτερόπρωτοι δευτερόπρωται δευτερόπρωτα GEN δευτεροπρώτων δευτεροπρώτων δευτεροπρώτων DAT δευτεροπρώτοις δευτεροπρώταις δευτεροπρώτοις ACC δευτεροπρώτους δευτεροπρώτας δευτερόπρωτα VOC δευτερόπρωτοι δευτερόπρωται δευτερόπρωτα
- δευτεροπρώτῳ
-
- Parse: Adj: Dat Plur Masc/Neut
- Meaning: second
- Root: δευτερόπρωτος
- δεύτερος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- second (in order)
- second time
- afterward, again
- Forms:
Singular Masculine Feminine Neuter NOM δεύτερος δευτέρα δεύτερον GEN δευτέρου δευτέρας δευτέρου DAT δευτέρῳ δευτέρᾳ δευτέρῳ ACC δεύτερον δευτέραν δεύτερον Plural Masculine Feminine Neuter NOM δεύτεροι δεύτεραι δεύτερα GEN δευτέρων DAT δευτέροις δευτέραις δευτέροις ACC δευτέρους δευτέρας δεύτερα
- δευτεροῦντα
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Root: δευτερεύω
- δευτερόω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to repeat
- to occur twice
- Forms:
- δευτερῶσαι Verb: 1Aor Act Infin
- δευτερώσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- δευτερώσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- δευτερώσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- δευτερώσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- δευτερώσω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
- ἐδευτέρωσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ἐδευτέρωσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- δευτέρων
-
- Parse: Adj: Gen Plur MFN
- Root: δεύτερος
- δευτερῶσαι
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Infin
- Root: δευτερόω
- δευτερώσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: δευτερόω
- δευτερώσεως
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: δευτέρωσις
- δευτερώσῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: δευτερόω
- δευτερώσητε
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: δευτερόω
- δευτέρωσιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: δευτέρωσις
- δευτέρωσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- retelling, iteration, repeating
- second rank, second course
Feminine Noun Singular Plural NOM δευτέρωσις δευτερώσεις GEN δευτερώσεως δευτερώσεων DAT δευτερώσει δευτερώσεσι(ν) ACC δευτέρωσι(ν) δευτερώσεις