προγεγονότα
προγεγονότος
προγεγονότων
προγεγονώς
προγεγραμμένα
προγεγραμμένοι
προγεγραμμένοις
προγεγραμμένου
προγενέστερος
προγενής
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMπρογενήςπρογενές
GENπρογενοῦς
DATπρογενεῖ
ACCπρογενῆπρογενές
Plural
 MascFemNeuter
NOMπρογενεῖςπρογενῆ
GENπρογενῶν
DATπρογενέσι(ν)
ACCπρογενεῖςπρογενῆ
προγίνομαι
προγινώσκει
προγινώσκοντες
προγινώσκω
προγινώσκων
πρόγλωσσος
προγνούς
προγνώσει
προγνώσεως
προγνωσθῆναι
πρόγνωσιν
πρόγνωσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπρόγνωσιςπρογνώσεις
GENπρογνώσεωςπρογνώσεων
DATπρογνώσειπρογνώσεσι(ν)
ACCπρόγνωσι(ν)προγνώσεις
προγνώστης
προγονικήν
προγονικῆς
προγονικός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: ancestral, derived from parentage, originating from forefathers
  • Forms:
    • προγονικήν Adj: Acc Sing Fem
    • προγονικῆς Adj: Gen Sing Fem
πρόγονοι
προγόνοις
πρόγονος
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMπρόγονοςπρόγονοι
GENπρογόνουπρογόνων
DATπρογόνῳπρογόνοις
ACCπρόγονονπρογόνους
VOCπρόγονεπρόγονοι
προγόνους
προγόνων
προγραφήτωσαν
προγράφω