- προδεδηλωμένην
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
- Root: προδηλόω
- προδεδηλωμένοι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: προδηλόω
- πρόδηλος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- clear, obvious, evident, manifest (open) beforehand
- made manifest in public
- Cognates:
ἄδηλος, δῆλος, διάδηλος, ἔκδηλος, ἐπίδηλος, κατάδηλος, κίβδηλος, πρόδηλος
- Forms:
- πρόδηλα Adj: Nom/Acc Plur Neut
- πρόδηλοι Adj: Nom Plur Fem
- πρόδηλον Adj: Nom/Acc Sing Neut
- πρόδηλον Adj: Acc Sing Masc
- προδήλων Adj: Gen Plur MFN
- προδηλόω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to make clear beforehand, explain previously, show plainly, mention previously
- to reveal previously, reveal in advance
- Cognates:
- Forms:
- προδηλῶσαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- προδηλῶσαι Verb: Aor Act Infin
- προδηλῶσαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- προδεδηλωμένην Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
- προδεδηλωμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
- προδήλως
-
- Parse: Adverb
- Meaning: clearly
- προδηλῶσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: προδηλόω
- Parse:
- προδεδήλωται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Meaning: to make clear beforehand
- Root: προδηλόω
- προδημιουργέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to create beforehand
- Cognates:
- Forms:
- προεδημιούργησα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- προδιαβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to raise prejudices against beforehand
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προδίδονται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: προδίδωμι
- προδιδόντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Root: προδίδωμι
- προδιδόντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: προδίδωμι
- προδίδωμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to hand over, betray, offer up
- to pay in advance
- to part with willingly
- to give beforehand, give first
- to give up treacherously
- Cognates:
ἀναδίδωμι, ἀνταποδίδωμι, ἀντιδίδωμι, ἀπεκδίδωμι, ἀποδίδωμι, διαδίδωμι, δίδωμι, ἐκδίδωμι, ἐνδίδωμι, ἐπιδίδωμι, καταπροδίδωμι, μεταδίδωμι, μεταπαραδίδωμι, παραδίδωμι, προδίδωμι, προσδίδωμι
- Forms:
- προέδωκαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- προδόντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- προδιδόντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- προδιδόντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
- προδίδωσιν Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- προδώσων Part: Fut Act Nom Sing Masc
- προέδωκε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προέδωκε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προδίδωσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: προδίδωμι
- προδοθήσεσθαι
-
- Parse: Verb: Fut Pass Infin
- Root: προδίδωμι
- προδοσία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- abandonment, a giving up, betrayal, treason, surrender
- to remain associated or helpful
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM προδοσία προδοσίαι GEN προδοσίας προδοσιῶν DAT προδοσίᾳ προδοσίαις ACC προδοσίαν προδοσίας VOC προδοσία προδοσίαι
- προδότης
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: betrayer, traitor
- Cognates:
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM προδότης προδόται GEN προδότου προδοτῶν DAT προδότῃ προδόταις ACC προδότην προδότας
- προδράμωμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 1st Plur
- Root: προτρέχω
- πρόδρομος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adjectival Meaning:
- serving as harbinger (a person who is sent ahead of troops or a herald)
- Substantival Meaning:
- forerunner, scout, herald, precursor
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM πρόδρομος πρόδρομον GEN προδρόμου DAT προδρόμῳ ACC πρόδρομον VOC πρόδρομε πρόδρομον Plural Masculine Feminine Neuter NOM πρόδρομοι πρόδρομα GEN προδρόμων DAT προδρόμοις ACC προδρόμους πρόδρομα VOC πρόδρομοι πρόδρομα
- προδρόμους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: πρόδρομος