- προμαρτύρομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to predict, testify beforehand
- Cognates:
- Forms:
- προμαρτυρόμενον Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- προμαρτυρόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: προμαρτύρομαι
- Parse:
- προμαχών
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: fortification, battlement, bulwark, rampart
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM προμαχών προμαχῶνες GEN προμαχῶνος προμαχώνων DAT προμαχῶνι προμαχῶσι(ν) ACC προμαχῶνα προμαχῶνας VOC προμαχών προμαχῶνες
- προμαχῶνας
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Root: προμαχών
- προμαχῶνες
-
- Parse: Noun: Nom Plur Masc
- Root: προμαχών
- προμελετᾶν
- προμελετᾷν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: προμελετάω
- προμελετάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to practice beforehand, prepare, premeditate, meditate before
- Cognates:
- Forms:
- προμελετᾷν Verb: Pres Act Infin
- προμεριμνᾶτε
-
- Parse: Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
- Root: προμεριμνάω
- προμεριμνάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be anxious, be concerned, care in advance, take thought beforehand
- Cognates:
- Forms:
- προμεριμνᾶτε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
- προμεταβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw into a different position, turn quickly or suddenly
- Note: Like μεταβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω