- ἀνεκάθισε, ἀνεκάθισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακαθίζω
- ἀνεκαίνισε, ἀνεκαίνισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακαινίζω
- ἀνεκαινίσθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακαινίζω
- ἀνεκαλεῖτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Meaning: to call up
- Root: ἀνακαλέω
- ἀνεκάλεσε, ἀνεκάλεσεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακαλέω
- ἀνεκαλύφθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακαλύπτω
- ἀνεκάλυψα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: ἀνακαλύπτω
- ἀνεκάλυψας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: ἀνακαλύπτω
- ἀνεκάλυψε, ἀνεκάλυψεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακαλύπτω
- ἀνέκαμπτες
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 2nd Sing
- Root: ἀνακάμπτω
- ἀνεκάμψαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: ἀνακάμπτω
- ἀνεκαύθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἀνακαίω
- ἀνεκβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to cast out, throw ashore, divorce
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀνεκδιήγητα
-
- Parse: Adj: Nom/Acc Plur Neut
- Root: ἄνειμι
- ἀνεκδιήγητον
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc
- Root: ἄνειμι
- Parse:
- ἀνεκδιήγητος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: indescribable, unspeakable, not expounded in full
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνεκδιήγητος ἀνεκδιήγητον GEN ἀνεκδιηγήτου DAT ἀνεκδιηγήτῳ ACC ἀνεκδιήγητον VOC ἀνεκδιήγητε ἀνεκδιήγητον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνεκδιήγητοι ἀνεκδιήγητα GEN ἀνεκδιηγήτων DAT ἀνεκδιηγήτοις ACC ἀνεκδιηγήτους ἀνεκδιήγητα VOC ἀνεκδιήγητοι ἀνεκδιήγητα
- ἀνεκδιηγήτου
-
- Parse: Adj: Gen Sing MFN
- Root: ἄνειμι
- ἀνεκδιηγήτῳ
-
- Parse: Adj: Dat Sing Fem
- Root: ἄνειμι
- ἀνεκήρυξε, ἀνεκήρυξεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακηρύσσω
- ἀνεκλάλητον
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc
- Root: ἀνεκλάλητος
- Parse:
- ἀνεκλάλητος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: inexpressible, unutterable, unspeakable, not spoken out
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνεκλάλητος ἀνεκλάλητον GEN ἀνεκλαλήτου DAT ἀνεκλαλήτῳ ACC ἀνεκλάλητον VOC ἀνεκλάλητε ἀνεκλάλητον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνεκλάλητοι ἀνεκλάλητα GEN ἀνεκλαλήτων DAT ἀνεκλαλήτοις ACC ἀνεκλαλήτους ἀνεκλάλητα VOC ἀνεκλάλητοι ἀνεκλάλητα
- ἀνεκλαλήτῳ
-
- Parse: Adj: Dat Sing Fem
- Root: ἀνεκλάλητος
- ἀνέκλειπτα
-
- Parse: Adj: Nom/Acc Plur Neut
- Meaning: incessant, uninterrupted
- Root: ἀνέκλειπτος
- ἀνέκλειπτον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀνέκλειπτος
- Parse:
- ἀνέκλειπτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- inexhaustible, unfailing, not left out, that fails not
- incessant, uninterrupted
- Cognates:
ἀδιάλειπτος, ἀνέκλειπτος
Also see διαλείπω - Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνέκλειπτος ἀνέκλειπτον GEN ἀνεκλείπτου DAT ἀνεκλείπτῳ ACC ἀνέκλειπτον VOC ἀνέκλειπτε ἀνέκλειπτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνέκλειπτοι ἀνέκλειπτα GEN ἀνεκλείπτων DAT ἀνεκλείπτοις ACC ἀνεκλείπτους ἀνέκλειπτα VOC ἀνέκλειπτοι ἀνέκλειπτα
- ἀνεκλιπής
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- unfailing, incessant, uninterrupted
- always existent
- always available
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masc Fem Neuter NOM ἀνεκλιπής ἀνεκλιπές GEN ἀνεκλιποῦς DAT ἀνεκλιπεῖ ACC ἀνεκλιπῆ ἀνεκλιπές Plural Masc Fem Neuter NOM ἀνεκλιπεῖς ἀνεκλιπῆ GEN ἀνεκλιπῶν DAT ἀνεκλιπέσι(ν) ACC ἀνεκλιπεῖς ἀνεκλιπῆ
- ἀνεκοινώσατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακοινόω
- ἀνακομίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to carry up; to bring back
- ἀνεκρούετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀνακρούω
- ἀνεκρούοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἀνακρούω
- ἀνεκτός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Note: For comparative, see ἀνεκτότερος
- Meaning: bearable, endurable, tolerable
- Forms:
- ἀνεκτόν Adj: Acc Sing Masc/Fem
- ἀνεκτόν Adj: Nom/Acc Sing Neut
- ἀνεκτότερον
-
- Parse: Comparative Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Root: ἀνεκτότερος
- ἀνεκτότερος
-
- Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
- Note: Comparative of ἀνεκτός
- Meaning: more tolerable, more endurable
Comparative Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνεκτότερος ἀνεκτοτέρα ἀνεκτότερον GEN ἀνεκτοτέρου ἀνεκτοτέρας ἀνεκτοτέρου DAT ἀνεκτοτέρῳ ἀνεκτοτέρᾳ ἀνεκτοτέρῳ ACC ἀνεκτότερον ἀνεκτοτέραν ἀνεκτότερον VOC ἀνεκτότερε ἀνεκτοτέρα ἀνεκτότερε Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνεκτότεροι ἀνεκτότεραι ἀνεκτότερα GEN ἀνεκτοτέρων DAT ἀνεκτοτέροις ἀνεκτοτέραις ἀνεκτοτέροις ACC ἀνεκτοτέρους ἀνεκτοτέρας ἀνεκτότερα
- ἀνέκφευκτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: inevitable, unavoidable, irremediable
- Forms:
- ἀνέκφευκτα
- Adj: Nom Sing Fem
- Adj: Nom/Acc Plur Neut
- ἀνέκφευκτα