ἀνεκάθισε, ἀνεκάθισεν
ἀνεκαίνισε, ἀνεκαίνισεν
ἀνεκαινίσθη
ἀνεκαλεῖτο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Meaning: to call up
  • Root: ἀνακαλέω
ἀνεκάλεσε, ἀνεκάλεσεν
ἀνεκαλύφθη
ἀνεκάλυψα
ἀνεκάλυψας
ἀνεκάλυψε, ἀνεκάλυψεν
ἀνέκαμπτες
ἀνεκάμψαμεν
ἀνέκαμψε, ἀνέκαμψεν
ἀνεκαύθη
ἀνεκαύθησαν
ἀνέκαυσαν
ἀνεκβάλλω
ἀνεκδιήγητα
ἀνεκδιήγητον
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Sing Neut
    • Adj: Acc Sing Masc
  • Root: ἄνειμι
ἀνεκδιήγητος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνεκδιήγητοςἀνεκδιήγητον
GENἀνεκδιηγήτου
DATἀνεκδιηγήτῳ
ACCἀνεκδιήγητον
VOCἀνεκδιήγητεἀνεκδιήγητον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνεκδιήγητοιἀνεκδιήγητα
GENἀνεκδιηγήτων
DATἀνεκδιηγήτοις
ACCἀνεκδιηγήτουςἀνεκδιήγητα
VOCἀνεκδιήγητοιἀνεκδιήγητα
ἀνεκδιηγήτου
ἀνεκδιηγήτῳ
ἀνέκειτο
ἀνεκήρυξε, ἀνεκήρυξεν
ἀνεκλάλητον
ἀνεκλάλητος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: inexpressible, unutterable, unspeakable, not spoken out
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνεκλάλητοςἀνεκλάλητον
GENἀνεκλαλήτου
DATἀνεκλαλήτῳ
ACCἀνεκλάλητον
VOCἀνεκλάλητεἀνεκλάλητον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνεκλάλητοιἀνεκλάλητα
GENἀνεκλαλήτων
DATἀνεκλαλήτοις
ACCἀνεκλαλήτουςἀνεκλάλητα
VOCἀνεκλάλητοιἀνεκλάλητα
ἀνεκλαλήτῳ
ἀνέκλειπτα
ἀνέκλειπτον
ἀνέκλειπτος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνέκλειπτοςἀνέκλειπτον
GENἀνεκλείπτου
DATἀνεκλείπτῳ
ACCἀνέκλειπτον
VOCἀνέκλειπτεἀνέκλειπτον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνέκλειπτοιἀνέκλειπτα
GENἀνεκλείπτων
DATἀνεκλείπτοις
ACCἀνεκλείπτουςἀνέκλειπτα
VOCἀνέκλειπτοιἀνέκλειπτα
ἀνεκλίθη
ἀνέκλιναν
ἀνέκλινε, ἀνέκλινεν
ἀνεκλιπής
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMἀνεκλιπήςἀνεκλιπές
GENἀνεκλιποῦς
DATἀνεκλιπεῖ
ACCἀνεκλιπῆἀνεκλιπές
Plural
 MascFemNeuter
NOMἀνεκλιπεῖςἀνεκλιπῆ
GENἀνεκλιπῶν
DATἀνεκλιπέσι(ν)
ACCἀνεκλιπεῖςἀνεκλιπῆ
ἀνεκοινώσατο
ἀνακομίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to carry up; to bring back
ἀνεκόμισε
ἀνέκοψε, ἀνέκοψεν
ἀνέκραγε, ἀνέκραγεν
ἀνέκραγον
ἀνέκραξαν
ἀνέκραξε, ἀνέκραξεν
ἀνέκρινε
ἀνέκρινον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: ἀνακρίνω
ἀνεκρούετο
ἀνεκρούοντο
ἀνεκτόν
ἀνεκτός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Note: For comparative, see ἀνεκτότερος
  • Meaning: bearable, endurable, tolerable
  • Forms:
    • ἀνεκτόν Adj: Acc Sing Masc/Fem
    • ἀνεκτόν Adj: Nom/Acc Sing Neut
ἀνεκτότερον
ἀνεκτότερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of ἀνεκτός
  • Meaning: more tolerable, more endurable
Comparative
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνεκτότεροςἀνεκτοτέραἀνεκτότερον
GENἀνεκτοτέρουἀνεκτοτέραςἀνεκτοτέρου
DATἀνεκτοτέρῳἀνεκτοτέρᾳἀνεκτοτέρῳ
ACCἀνεκτότερονἀνεκτοτέρανἀνεκτότερον
VOCἀνεκτότερεἀνεκτοτέραἀνεκτότερε
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀνεκτότεροιἀνεκτότεραιἀνεκτότερα
GENἀνεκτοτέρων
DATἀνεκτοτέροιςἀνεκτοτέραιςἀνεκτοτέροις
ACCἀνεκτοτέρουςἀνεκτοτέραςἀνεκτότερα
ἀνέκυψε, ἀνέκυψεν
ἀνέκφευκτος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: inevitable, unavoidable, irremediable
  • Forms: