ἀντιπαλαῖσαι
ἀντιπαλαίω
ἀντίπαλος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Adjectival Meaning:
    • wrestling against
  • Substantival Meaning:
    • adversary, rival, antagonist, opponent
  • Cognates:

    ἀντίπαλος, ἁπαλός

  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντίπαλοςἀντίπαλον
GENἀντιπάλου
DATἀντιπάλῳ
ACCἀντίπαλον
VOCἀντίπαλεἀντίπαλον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντίπαλοιἀντίπαλα
GENἀντιπάλων
DATἀντιπάλοις
ACCἀντιπάλουςἀντίπαλα
VOCἀντίπαλοιἀντίπαλα
ἀντιπάλους
ἀντιπάλων
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβεβλημένη
ἀντιπαραγγελία
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀντιπαραγγελίαἀντιπαραγγελίαι
GENἀντιπαραγγελίαςἀντιπαραγγελιῶν
DATἀντιπαραγγελίᾳἀντιπαραγγελίαις
ACCἀντιπαραγγελίανἀντιπαραγγελίας
VOCἀντιπαραγγελίαἀντιπαραγγελίαι
ἀντιπαράγω
ἀντιπαραγωγή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀντιπαραγωγήἀντιπαραγωγαί
GENἀντιπαραγωγῆςἀντιπαραγωγῶν
DATἀντιπαραγωγῇἀντιπαραγωγαῖς
ACCἀντιπαραγωγήνἀντιπαραγωγάς
VOCἀντιπαραγωγήἀντιπαραγωγαί
ἀντιπαραγωγῇ
ἀντιπαρατάσσουσα
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρέλκω
ἀντιπαρελκώμεθα
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρῆγε, ἀντιπαρῆγεν
ἀντιπαρῆλθε, ἀντιπαρῆλθεν
ἀντιπέρα
ἀντιπέραν
ἀντιπεριβάλλω
ἀντιπίπτειν
ἀντιπίπτετε
ἀντιπίπτοντας
ἀντιπίπτουσαι
ἀντιπίπτω
ἀντιποιεῖσθαι
ἀντιποιέω
ἀντιποιηθήσεται
ἀντιποιήσασθαι
ἀντιποιήσεται
ἀντιπολεμέω
ἀντιπολεμοῦντες
ἀντιπολιτεύομαι
ἀντιπολιτευόμενος
ἀντιπράσσω, ἀντιπράττω
ἀντιπράσσειν, ἀντιπράττειν
ἀντιπρόσωπα
ἀντιπρόσωποι
ἀντιπρόσωπον
ἀντιπρόσωπος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντιπρόσωποςἀντιπρόσωπον
GENἀντιπροσώπου
DATἀντιπροσώπῳ
ACCἀντιπρόσωπον
VOCἀντιπρόσωπεἀντιπρόσωπον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντιπρόσωποιἀντιπρόσωπα
GENἀντιπροσώπων
DATἀντιπροσώποις
ACCἀντιπροσώπουςἀντιπρόσωπα
VOCἀντιπρόσωποιἀντιπρόσωπα
ἀντίπτωμα
Neuter
 SingularPlural
NOMἀντίπτωμαἀντιπτώματα
GENἀντιπτώματοςἀντιπτωμάτων
DATἀντιπτώματιἀντιπτώμασι(ν)
ACCἀντίπτωμαἀντιπτώματα
ἀντιπτώματι
ἀντιπτώματος