προϋπάρχω
προϋπέδειξε
προϋπῆρχε, προϋπῆρχεν
προϋπῆρχον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: προϋπάρχω
προϋποβάλλω, προυποβάλλω
προϋποτάσσω
προϋποτάσσομαι
προϋποτεταγμένων
προϋποδείκνυμι
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to show, indicate
προυφάνησαν
προϋφίστημι
προϋφεστῶτος