- προϋπάρχω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to exist before, i.e., (Adverbially) to be or do something previously
- to be before
- Cognates:
ἀπάρχω, ἄρχω, ἐνάρχομαι, ἐξάρχω, ἐπάρχω, κατάρχω, προενάρχομαι, προϋπάρχω, ὑπάρχω
- Forms:
- προϋπῆρχε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- προϋπῆρχον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- προϋπῆρχον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- προϋπέδειξε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Meaning: to show, indicate
- Root: προϋποδείκνυμι
- προϋπῆρχε, προϋπῆρχεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: προϋπάρχω
- προϋπῆρχον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: προϋπάρχω
- Parse:
- προϋποβάλλω, προυποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to put under as a foundation
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προϋποτάσσω
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Active Meaning:
- to be fore-armed
- to place earlier under (the responsibility of)
- Passive Meaning:
- to be assigned to
- to be committed to
- Cognates:
ἀνατάσσομαι, ἀντιπαρατάσσομαι, ἀντιτάσσω, ἀποτάσσω, διατάσσω, ἐκτάσσω, ἐντάσσω, ἐνυποτάσσω, ἐπιδιατάσσομαι, ἐπιτάσσω, κατατάσσω, παρατάσσω, προανατάσσω, προστάσσω, προτάσσω, συγκατατάσσω, συντάσσω, τάσσω, ὑποτάσσω
- Forms:
- προϋποτάσσομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- προϋποτεταγμένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Masc
- προϋποτάσσομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προϋποτάσσω
- προϋποτεταγμένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: προϋποτάσσω
- προϋποδείκνυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to show, indicate
- προυφάνησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: προφαίνω
- προϋφίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be before, located before, have been present previously
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- προϋφεστῶτος Part: Perf Act Gen Sing Neut
- προϋφεστῶτος
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: προϋφίστημι