- ἀντικαθίζομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: ἀντικαθίζω
- ἀντικαθίζω
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to cause to dwell in place of the previous dwellers
- to substitute, place instead of
- to sit or lie over against
- Cognates:
ἀνακαθίζω, ἀντικαθίζω, διακαθίζω, ἐγκαθίζω, ἐπικαθίζω, καθίζω, παρακαθίζω, περικαθίζω, προκαθίζω, συγκαθίζω
- Forms:
- ἀντικαθίζομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- ἀντεκάθισας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- ἀντικαθίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to present instead of (someone)
- to raise up instead of (someone)
- to replace, substitute
- to set up, bring back again
- Middle Meaning:
- to stand up against
- to confront
- to set against, oppose, resist
- Passive Meaning:
- to put in another's place, reign in his stead
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- ἀντικαταστήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- ἀντικατέστησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- ἀντικατέστητε Verb: 2Aor Act Ind 2nd Plur
- ἀντικαλέσωσι, ἀντικαλέσωσιν
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
- Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: ἀντικαλέω
- Parse:
- ἀντικαλέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to invite in return, bid again
- Cognates:
ἀνακαλέω, ἀντικαλέω, ἐγκαλέω, εἰσκαλέω, ἐκκαλέω, ἐπικαλέω, καλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, προεπικαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, προσπαρακαλέω, συγκαλέω, συμπαρακαλέω
- Forms:
- ἀντικαλέσωσι Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- ἀντικαλέσωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- ἀντικαταβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw down, overthrow
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀντικαταλλάσσομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Middle Meaning:
- to exchange
- to be comparable in value
- to pay
- Passive Meaning:
- to be transferred to
- Cognates:
αλλάσσω, ἀνταλλάσσω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀπαλλάσσω, ἀποκαταλλάσσω, διαλλάσσω, ἐναλλάσσω, ἐνδιαλλάσσω, ἐπικαταλλάσσομαι, ἐξαλλάσσω, ἐπικαταλλάσσομαι, καταλλάσσω, μεταλλάσσω, παραλλάσσω, συναλλάσσω
- Forms:
- ἀντικαταλλασσόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- ἀντικαταλλασσόμενον Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- ἀντικαταλλασσόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: ἀντικαταλλάσσομαι
- ἀντικαταλλασσόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: ἀντικαταλλάσσομαι
- Parse:
- ἀντικαταστήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: ἀντικαθίστημι
- ἀντικατέστησε, ἀντικατέστησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀντικαθίστημι
- ἀντικατέστητε
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: ἀντικαθίστημι
- ἀντίκειμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to be unfavourable
- to be established as recompense
- to lie opposite, oppose, be contrary
- to resist, be an adversary, act as an opponent of (someone)
- to assume a certain attitude toward (someone)
- Cognates:
κεῖμαι, ἀνακεῖμαι, ἀντίκειμαι, ἀποκεῖμαι, ἀπόκειμαι, διάκειμαι, ἐγκεῖμαι, ἐπίκειμαι, κατάκειμαι, παράκειμαι, περίκειμαι, πρόκειμαι, πρόσκειμαι, σύγκειμαι, συνανάκειμαι, ὑπόκειμαι
- Forms:
- ἀντικειμένους Part: Pres/Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- ἀντικειμένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc
- ἀντικείμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- ἀντικείμενα Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- ἀντικείμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- ἀντικειμένοις Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- ἀντικείμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
- ἀντικειμένῳ Part: Pres Mid/Pass Dat Sing Masc
- ἀντικειμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
- ἀντίκεισαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- ἀντικεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- ἀντίκειται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- ἀντικείσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- ἀντικείμενα
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικείμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικειμένοις
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικείμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: ἀντίκειμαι
- Parse:
- ἀντικείμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικειμένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικειμένους
-
- Parse: Part: Pres/Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικειμένῳ
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικειμένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντίκεισαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικείσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντίκειται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀντίκειμαι
- ἀντικνήμιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: shin
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM ἀντικνήμιον ἀντικνήμια GEN ἀντικνημίου ἀντικνημίων DAT ἀντικνημίῳ ἀντικνημίοις ACC ἀντικνήμιον ἀντικνήμια
- ἀντικρινόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: ἀντικρίνω
- ἀντικρινοῦμαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: ἀντικρίνω
- ἀντικρίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to contend against, struggle against
- to judge in turn
- to compare, match
- Cognates:
ἀνακρίνω, ἀνταποκρίνομαι, ἀντικρίνω, ἀποκρίνω, διακρίνω, ἐγκρίνω, ἐπικρίνω, κατακρίνω, κρίνω, προκρίνω, συγκρίνω, συνυποκρίνομαι, ὑποκρίνω
- Forms:
- ἀντικρινόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- ἀντικρινοῦμαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- ἀντικρύ
-
- Parse: Adverb
- Meaning: opposite, before, over against
- Cognates:
- ἄντικρυς
-
- Parse: Adverb and/or Preposition
- Meaning: opposite, before, over against, directly opposite
- Cognates: