ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίζω
ἀντικαθίστημι
ἀντικαλέσωσι, ἀντικαλέσωσιν
ἀντικαλέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταλλασσόμενοι
ἀντικαταλλασσόμενον
ἀντικαταστήσεται
ἀντικατέστησε, ἀντικατέστησεν
ἀντικατέστητε
ἀντίκειμαι
ἀντικείμενα
ἀντικείμενοι
ἀντικειμένοις
ἀντικείμενον
ἀντικείμενος
ἀντικειμένου
ἀντικειμένους
ἀντικειμένῳ
ἀντικειμένων
ἀντίκεισαι
ἀντικεῖσθαι
ἀντικείσομαι
ἀντίκειται
ἀντικνήμιον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: shin
  • Forms:
Neuter
 SingularPlural
NOMἀντικνήμιονἀντικνήμια
GENἀντικνημίουἀντικνημίων
DATἀντικνημίῳἀντικνημίοις
ACCἀντικνήμιονἀντικνήμια
ἀντικρινόμενος
ἀντικρινοῦμαι
ἀντικρίνω
ἀντικρύ
ἄντικρυς