- ἀντιδιαβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to attack in return
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀντιδιατίθεμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: ἀντιδιατίθημι
- ἀντιδιατιθεμένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: ἀντιδιατίθημι
- ἀντιδιατίθημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to give in return (for something)
- to give (something) instead
- to offer resistance
- Middle Meaning:
- to oppose oneself, be opposed
- Cognates:
ἀνατίθεμαι, ἀνατίθημι, ἀντιδιατίθημι, ἀντιτίθημι, ἀποτίθημι, διατίθεμαι, διατίθημι, ἐκτίθημι, ἐντίθημι, ἐπιπροστίθημι, ἐπιτίθημι, κατατίθημι, μετατίθημι, παρακατατίθημι, παρατίθημι, περιτίθημι, προεκτίθεμαι, προσανατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθεμαι, συγκατατίθημι, συνεπιτίθημι, συντίθημι, τίθημι, ὑπερτίθημι, ὑποτίθημι
- Forms:
- ἀντιδιατίθεμαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- ἀντιδιατιθεμένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- ἀντιδιδόντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Meaning: to repay
- Root: ἀντιδίδωμι
- ἀντιδίδωμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to give in return, repay, give instead of
- Cognates:
ἀναδίδωμι, ἀνταποδίδωμι, ἀντιδίδωμι, ἀπεκδίδωμι, ἀποδίδωμι, διαδίδωμι, δίδωμι, ἐκδίδωμι, ἐνδίδωμι, ἐπιδίδωμι, καταπροδίδωμι, μεταδίδωμι, μεταπαραδίδωμι, παραδίδωμι, προδίδωμι, προσδίδωμι
- Forms:
- ἀντεδίδου Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- ἀντεδίδους Verb: Imperfect Act Ind 2nd Sing
- ἀντιδικέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to play the defendant against (someone in court)
- to act rebelliously
- to dispute, go to law, seek judgment, be an opponent, oppose
- Cognates:
- Forms:
- ἀντιδικῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
- ἀντεδίκησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- ἀντιδικοῦντα Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- ἀντιδίκοις
-
- Parse: Adj: Dat Plur Masc/Fem
- Root: ἀντίδικος
- ἀντίδικος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adjectival Meaning:
- adversive
- Substantival Meaning:
- adversary, opponent (in a lawsuit)
- defendant
- plaintiff
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀντίδικος ἀντίδικον GEN ἀντιδίκου DAT ἀντιδίκῳ ACC ἀντίδικον VOC ἀντίδικε ἀντίδικον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀντίδικοι ἀντίδικα GEN ἀντιδίκων DAT ἀντιδίκοις ACC ἀντιδίκους ἀντίδικα VOC ἀντίδικοι ἀντίδικα
- ἀντιδικοῦντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Root: ἀντιδικέω
- Parse:
- ἀντιδίκους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ἀντίδικος
- ἀντιδοκέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to think oneself equal to
- Cognates:
- ἀντιδοξάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be of a contrary opinion
- ἀντιδοξέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to be of a contrary opinion
- to take the opposite view
- Cognates:
- Forms:
- ἀντιδοξῶν Part: Fut Act Nom Sing Masc
- ἀντιδοξοῦντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Meaning: to be of a contrary opinion
- Root: ἀντιδοξάζω
- ἀντίδοτος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: antidote
- Cognates:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀντίδοτος ἀντίδοτοι GEN ἀντιδότου ἀντιδότων DAT ἀντιδότῳ ἀντιδότοις ACC ἀντίδοτον ἀντιδότους VOC ἀντίδοτε ἀντίδοτοι
- ἀντιδούς
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Meaning: to repay
- Root: ἀντιδίδωμι