ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιατίθεμαι
ἀντιδιατιθεμένους
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδόντας
ἀντιδίδωμι
ἀντιδικέω
ἀντίδικοι
ἀντιδίκοις
ἀντίδικον
ἀντίδικος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντίδικοςἀντίδικον
GENἀντιδίκου
DATἀντιδίκῳ
ACCἀντίδικον
VOCἀντίδικεἀντίδικον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντίδικοιἀντίδικα
GENἀντιδίκων
DATἀντιδίκοις
ACCἀντιδίκουςἀντίδικα
VOCἀντίδικοιἀντίδικα
ἀντιδίκου
ἀντιδικοῦντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: ἀντιδικέω
ἀντιδίκους
ἀντιδίκῳ
ἀντιδικῶν
ἀντιδοκέω
ἀντιδοξάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to be of a contrary opinion
ἀντιδοξέω
ἀντιδοξοῦντας
ἀντιδοξῶν
ἀντίδοτος
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀντίδοτοςἀντίδοτοι
GENἀντιδότουἀντιδότων
DATἀντιδότῳἀντιδότοις
ACCἀντίδοτονἀντιδότους
VOCἀντίδοτεἀντίδοτοι
ἀντιδούς