- συνειδήσει
-
- Parse: Noun: Dat Sing Fem
- Root: συνείδησις
- συνειδήσεσιν
-
- Parse: Noun: Dat Plur Fem
- Root: συνείδησις
- συνειδήσεως
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: συνείδησις
- συνείδησιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: συνείδησις
- συνείδησις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: conscience, moral consciousness, inner consciousness
- Cognates:
Feminine Noun Singular Plural NOM συνείδησις συνειδήσεις GEN συνειδήσεως συνειδήσεων DAT συνειδήσει συνειδήσεσι(ν) ACC συνείδησι(ν) συνειδήσεις
- συνεῖδον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Meaning: to perceive visually and become aware of
- Forms:
- συνειδυίας Part: Perf Act Gen Sing Fem
- συνειδυίης Part: Perf Act Gen Sing Fem
- συνιδόντες Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- συνιδών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
- σύνοιδα Verb: Perf Act Ind 1st Sing
- σύνοιδεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- συνειδώς Part: Perf Act Nom Sing Masc
- συνειδότος Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
- Parse:
- συνειδότος
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: συνείδω
- συνειδυίας
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Sing Fem
- Root: συνείδω
- συνειδυίης
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Sing Fem
- Root: συνείδω
- συνείδω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to consider, know, be privy, be aware of, realize
- Cognates:
- Forms:
- συνειδυίας Part: Perf Act Gen Sing Fem
- συνειδυίης Part: Perf Act Gen Sing Fem
- συνιδόντες Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- συνιδών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
- σύνοιδα Verb: Perf Act Ind 1st Sing
- σύνοιδεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- συνειδώς Part: Perf Act Nom Sing Masc
- συνειδότος Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
- συνείκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to give way to (someone), yield to (someone)
- Forms:
- συνείξαντάς Part: Aor Act Acc Sing Masc
- συνειλημμένη
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: συλλαμβάνω
- συνειλημμένοι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: συλλαμβάνω
- συνείληπται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συλλαμβάνω
- συνειληφυῖα
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Sing Fem
- Root: συλλαμβάνω
- συνείληφεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: συλλαμβάνω
- σύνειμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning #1: (based on εἰμί and infinitive: εἶναι)
- to be with (someone), live with (someone)
- to perceive, hear, understand
- ----------
- Meaning #2: (based on εἶμι and infinitive ἰέναι)
- to follow (someone)
- to come together, gather
- to accompany (on a journey)
- Cognates:
ἄνειμι, ἄπειμι, εἰμί, εἶμι, εἴσειμι, ἔνειμι, ἔπειμι, ἔξειμι, κάτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, συμπάρειμι, συμπρόσειμι, συνάντειμι, σύνειμι
- Forms:
- συνείξαντάς
-
- Parse: Part: Aor Act Acc Sing Masc
- Root: συνείκω
- συνειπάμεθα
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Plur
- Root: συνεῖπον
- συνείπασθε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
- Root: συνεῖπον
- συνεῖπον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Imperative 2nd Sing
- Active Meaning:
- to speak with
- Middle Meaning:
- to agree among themselves
- Cognates:
ἀντεῖπον, ἀπεῖπον, εἶπον, ἐξεῖπον, κατεῖπον, προσεῖπον, συνεῖπον
- Forms:
- συνειπάμεθα Verb: Aor Mid Ind 1st Plur
- συνείπασθε Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
- Parse:
- συνεισβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to make inroads into
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συνεισελεύσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συνεισέρχομαι
- συνεισέλθῃ
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: συνεισέρχομαι
- συνεισελθόντας
-
- Parse: Part: Aor Act Acc Plur Masc
- Root: συνεισέρχομαι
- συνεισέρχεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: συνεισέρχομαι
- συνεισέρχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to enter along with (someone else)
- to penetrate with (as an inquirer)
- Cognates:
ἀνέρχομαι, ἀντανέρχομαι, ἀντιπαρέρχομαι, ἀπέρχομαι, διέρχομαι, διεξέρχομαι, εἰσέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπεισέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπεξέρχομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρεισέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι, συνεισέρχομαι, συνεπέρχομαι, συνέρχομαι, συνεξέρχομαι, ὑπέρχομαι, ὑπεξέρχομαι
- Forms:
- συνεισελεύσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- συνεισέλθῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- συνεισελθόντας Part: Aor Act Acc Plur Masc
- συνεισέρχεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- συνεισῆλθε(ν) Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεισέλθῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- συνεισῆλθε, συνεισῆλθεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συνεισέρχομαι
- συνεισέλθῃ
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: συνεισέρχομαι
- συνείχοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: συνέχω