- εἰς
-
- Parse: Preposition
- Note: εἴς when followed by an enclitic.
εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην
they entered into a certain village (Luke 17:12) - Meaning:
- εἰς + Acc = into, unto, for
- Of Place: into, toward
εἰς τὴν πόλιν
into the city - Of Time: until
εἰς τὴν ἑσπέραν
until evening - Of Time: for
εἰς τὸ λοιπόν
for the future - Purpose: in order to
εἰς ἄγραν
in order to catch something, Luke 5:4 - Purpose: how to
εἰς παροξυσμὸν
how to encourage, Heb 10:24 - With Numbers: about, approximately
εἰς ἑκατόν
about a hundred - Of Measure: as far as, as much as, up to (the number of)
- Of Relation: to, toward; in relation to, like, in regard to
LIST OF PREPOSITIONS
ἀμφί, ἀνά, ἄνευ, ἀντί, ἀπό, ἄτερ, ἄχρι, διά, εἰς, ἐκ (ἐξ), ἐν, ἕνεκα, ἐπι, κατά, μετά, μεταξύ, μέχρι, παρά, περί, πλήν, πρό, πρός, σύν, ὑπέρ, ὑπό, ὡς
- εἴς
-
- Parse: Conjunction
- Note: εἰς receives accent when followed by an enclitic
- Root: εἰς
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- εἷς
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- one (the number)
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν
the two shall become one flesh (Gen 2:24) - unique
ὁ δὲ θεὸς εἷς ἐστιν
but God is unique (Gal 3:20) - a, an
ἦν ἀνὴρ εἷς ἀπὸ Σαραὰ
there was a man from Zorah (Judg 13:2)ὡσεὶ μία δορκὰς ἐν ἀγρῷ
as a gazelle in the field (2Sam 2:18)ἔγραψαν ἐπιστολὴν μίαν
he wrote a letter (Ezra 4:8) - any
- a certain (person/thing) (i.e., an indefinite pronoun)
λύσας δὲ εἷς τὸν μάρσιππον αὐτοῦ
then one opened his bag (Gen 42:27)ἔσται μίαν ἡμέραν
it will be a certain day (Zech 14:7) - εἷς ... εἷς
one ... another; the one ... the otherἈαρὼν καὶ Ὤρ ἐστήριζον τὰς χεῖρας αὐτοῦ, ἐντεῦθεν εἷς καὶ ἐντεῦθεν εἷς
Aaron and Hur supported his hands, one on this side and one on the other (Ex 17:12) - ὁ εἷς ... ὁ ἕτερος
the one ... the otherκαὶ λήμψομαι δύο ῥάβδους: τὴν μίαν ἐκάλεσα Κάλλος καὶ τὴν ἑτέραν ἐκάλεσα Σχοίνισμα
I will take two rods: the one called Beauty and the other called Line (Zech 11:7)
- one (the number)
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM εἷς μία ἕν GEN ἑνός μιᾶς ἑνός DAT ἑνί μιᾷ ἑνί ACC ἕνα μίαν ἕν
- εἰσαγαγεῖν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Infin
- Root: εἰσάγω
- εἰσαγάγετε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσαγάγητε
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσαγγελία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: information, news
- Cognates:
ἀγγελία, ἀναγγελία, ἀντιπαραγγελία, ἀπαγγελία, διαγγελία, εἰσαγγελία, ἐνεπαγγελία, ἐξαγγελία, ἐπαγγελία, εὐαγγελία, κακαγγελία, καταγγελία, κατεπαγγελία, παραγγελία, προαγγελία, προσαγγελία, ψευδαγγελία
Feminine Noun Singular Plural NOM εἰσαγγελία εἰσαγγελίαι GEN εἰσαγγελίας εἰσαγγελιῶν DAT εἰσαγγελίᾳ εἰσαγγελίαις ACC εἰσαγγελίαν εἰσαγγελίας VOC εἰσαγγελία εἰσαγγελίαι
- εἰσαγειόχατε
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσάγεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: εἰσάγω
- εἰσαγόμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσαγομένοις
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: εἰσάγω
- εἰσάγουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσάγω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to bring in, lead in
- to introduce
- to cause to move into (a space)
- Cognates:
ἄγω, ἀνάγω, ἄγω, ἀντιπαράγω, ἀπάγω, ἀποσυνάγω, διάγω, διεξάγω, εἰσάγω, ἐπάγω, ἐπανάγω, ἐπισυνάγω, ἐξάγω, κατάγω, μετάγω, παράγω, παρεισάγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, ῥοσάγω, συνάγω, συναπάγω, ὑπάγω, ὑπεράγω
- Forms:
- εἰσακήκοε, εἰσακήκοεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούεις
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούετε
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούοντι
-
- Parse: Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
- Root: εἰσακούω
- εἰσακοῦσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- Parse:
- εἰσακούσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- Parse:
- εἰσακούσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσακουσάτω
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσῃ
-
- Parse:
- Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
- Root: εἰσακούω
- Parse:
- εἰσακούσῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσητε
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσακουσθείς
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Sing Masc
- Root: εἰσακούω
- εἰσακουσθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακουσθήσονται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσάκουσον
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσονται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσακούσωσι, εἰσακούσωσιν
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
- Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: εἰσακούω
- Parse:
- εἰσακούω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to hear, listen to, obey
- to give ear to, heed, hearken, adhere to
- to conform to, acquiesce, accept
- to act in accordance to an agreement
- to act obediently
- Cognates:
ἀκούω, ἀντακούω, διακούω, εἰσακούω, ἐνακούω, ἐπακούω, παρακούω, προακούω, ὑπακούω
- Forms:
- εἰσάξουσι, εἰσάξουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσάπαξ
-
- Meaning: at once, once for all
- Note: read for εἰς ἅπαξ
- εἰσαχθέντας
-
- Parse: Part: Aor Pass Acc Plur Masc
- Root: εἰσάγω
- εἰσβαλλόντων
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: εἰσβάλλω
- εἰσβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to throw into, put into
- to move (troops) in
- to enter, rush in
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- Forms:
- εἰσβαλεῖν Verb: Fut Act Infin
- εἰσβαλλόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc
- εἰσβλέπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to look at, look upon
- to observe visually and carefully
- Cognates:
ἀναβλέπω, βλέπω, ἀντιβλέπω, ἀποβλέπω, διαβλέπω, εἰσβλέπω, ἐμβλέπω, ἐπιβλέπω, καταβλέπω, κατεμβλέπω, παραβλέπω, περιβλέπω, προβλέπω, προσβλέπω, ὑποβλέπω
- Forms:
- εἰσβλέψαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- εἰσβλέψας Part: Aor Act Nom Sing Masc
- εἴσβλεψον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- εἰσβλέψαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: εἰσβλέπω
- εἰσδεκτός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: acceptable
- Note: read for εἰς δεκτόν
- Forms:
Singular Masculine Feminine Neuter NOM εἰσδεκτός εἰσδεκτή εἰσδεκτόν GEN εἰσδεκτοῦ εἰσδεκτῆς
εἰσδεκτήςεἰσδεκτοῦ DAT εἰσδεκτῷ εἰσδεκτῇ εἰσδεκτῷ ACC εἰσδεκτόν εἰσδεκτήν εἰσδεκτόν Plural Masculine Feminine Neuter NOM εἰσδεκτοί εἰσδεκταί εἰσδεκτά GEN εἰσδεκτῶν εἰσδεκτῶν εἰσδεκτῶν DAT εἰσδεκτοῖς εἰσδεκταῖς εἰσδεκτοῖς ACC εἰσδεκτούς εἰσδεκτάς εἰσδεκτά
- εἰσδεξαμένη
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Fem
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδεξάμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέξασθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέξεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέξομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέξονται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέξωμαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 1st Sing
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέχεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέχεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσδέχομαι
- εἰσδέχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to take in, receive, admit
- to welcome
- to gather
- Cognates:
ἀναδέχομαι, ἀπεκδέχομαι, ἀποδέχομαι, δέχομαι, διαδέχομαι, εἰσδέχομαι, ἐκδέχομαι, ἐνδέχομαι, ἐπιδέχομαι, καταδέχομαι, παραδέχομαι, παρεκδέχομαι, προσδέχομαι, ὑποδέχομαι
- Forms:
- εἰσδίδωμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to flow into
- εἰσδοθέντος
-
- Parse: Part: Aor Pass Gen Sing Masc/Neut
- Meaning: to flow into
- Root: εἰσδίδωμι
- εἴσδοσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: report, memorandum
Feminine Noun Singular Plural NOM εἴσδοσις εἰσδόσεις GEN εἰσδόσεως εἰσδόσεων DAT εἰσδόσει εἰσδόσεσι(ν) ACC εἴσδοσι(ν) εἰσδόσεις
- εἰσδραμοῦσα
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Sing Fem
- Root: εἰστρέχω
- εἰσδύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to crawl (+ὑπό τι under something)
- to go into, enter (+εἴς τι something)
- Cognates:
ἀναπιδύω, ἀναπηδύω, ἀπεκδύομαι, ἀποδύω, δύω, εἰσδύω, ἐκδύω, ἐνδύω, ἐπενδύομαι, ἐπιδύω, καταδύω, περιδύω, ὑποδύω
- Forms:
- εἰσέδυσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- εἰσέδυ Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- εἰσεδέχθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσδέχομαι
- εἴσειμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: (based on εἶμι and infinitive ἰέναι)
- to enter, go into
- to move in
- Cognates:
ἄνειμι, ἄπειμι, εἰμί, εἶμι, εἴσειμι, ἔνειμι, ἔπειμι, ἔξειμι, κάτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, συμπάρειμι, συμπρόσειμι, συνάντειμι, σύνειμι
- Forms:
- εἰσῄει Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- εἰσίασι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- εἰσιέναι Verb: Pres Act Infin
- εἰσιόντι Part: Pres Act Dat Sing Masc
- εἴσεισι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- εἴσεισι(ν)
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Meaning: to go into
- Root: εἴσειμι
- εἰσελεύσει
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελεύσεσθαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Infin
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελεύσεσθε
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελεύσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελεύσῃ
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελεύσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελευσόμεθα
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελεύσονται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελήλυθα
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 1st Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελήλυθαν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελήλυθας
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλύθασι, εἰσεληλύθασιν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλύθατε
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλύθει
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελήλυθεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλυθέναι
-
- Parse: Verb: Perf Act Infin
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλυθός
-
- Parse: Part: Perf Act Nom/Acc Sing Neut
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλυθότας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεληλυθότων
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Plur Masc/Neut
- Meaning: to go in
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθατε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθάτω
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθάτωσαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἴσελθε
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθεῖν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Infin
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθετε
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθέτω
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Imperative 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθέτωσαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθῃ
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθῃς
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθητε
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθοι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- Parse:
- εἰσέλθοις
-
- Parse: Verb: Aor Act Opt 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθοισαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Opt 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθόντα
-
- Parse:
- Part: 2Aor Act Acc Sing Masc
- Part: 2Aor Act Nom/Acc Plur Neut
- Root: εἰσέρχομαι
- Parse:
- εἰσελθόντας
-
- Parse: Part: Aor Act Acc Plur Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθόντες
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθόντι
-
- Parse: Part: 2Aor Act Dat Sing Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθόντος
-
- Parse: Part: 2Aor Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθόντων
-
- Parse: Part: 2Aor Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθοῦσα
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Sing Fem
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθοῦσαι
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Plur Fem
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθοῦσαν
-
- Parse:
- Part: Aor Act Acc Sing Fem
- Part: Aor Act Gen Plur Fem
- Meaning: to go into
- Root: εἰσέρχομαι
- Parse:
- εἰσελθούσῃ
-
- Parse: Part: Aor Act Dat Sing Fem
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθούσης
-
- Parse: Part: 2Aor Act Gen Sing Fem
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθω
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 1st Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθωμεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 1st Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσελθών
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέλθωσι, εἰσέλθωσιν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσενέγκαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: εἰσφέρω
- Parse:
- εἰσενέγκαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενέγκας
-
- Parse: Part: 1Aor Act Nom Sing Masc
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενεγκεῖν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Infin
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενέγκῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: εἰσφέρω
- εἰσένεγκον
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενέγκωσι, εἰσενέγκωσιν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενεχθέν
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενεχθέντος
-
- Parse: Part: Aor Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενεχθῆναι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Infin
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενεχθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσφέρω
- εἰσενηνεγμένος
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: εἰσφέρω
- εἰσέπεμψε, εἰσέπεμψεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσπέμπω
- εἰσεπήδησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσπηδάω
- εἰσεπήδησε, εἰσεπήδησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσπηδάω
- εἰσεπορεύεσθε
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 2nd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσεπορεύετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσεπορεύθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσεπορευόμην
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσεπορεύοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσέρχεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέρχεσθε
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχέσθωσαν
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέρχεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέρχησθε
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέρχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to enter, make entry, go in, come in, go through
- to be admitted
- to accept and agree to terms
- to enter a cry for help
- to begin an action
- to arise
- Figurative Meaning:
- to have sexual intercourse
- to enter sexually
- Cognates:
ἀνέρχομαι, ἀντανέρχομαι, ἀντιπαρέρχομαι, ἀπέρχομαι, διέρχομαι, διεξέρχομαι, εἰσέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπεισέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπεξέρχομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρεισέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι, συνεισέρχομαι, συνεπέρχομαι, συνέρχομαι, συνεξέρχομαι, ὑπέρχομαι, ὑπεξέρχομαι
- Forms:
- εἰσερχόμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχομένην
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Fem
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχομένης
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Fem
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: εἰσέρχομαι
- Parse:
- εἰσερχόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχομένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσερχομένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσέρχονται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσεσπάσαντο
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: εἰσσπάομαι
- εἰσέτι
-
- Parse: Adverb
- Meaning: still, yet
- εἰσεφέρετε
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσηγάγετε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσηγάγοσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσηγμένοι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
- Meaning: to lead in
- Root: εἰσάγω
- εἰσηκούσαμεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσήκουσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσήκουσας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσηκούσατε
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσήκουσε, εἰσήκουσεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσηκούσθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσακούω
- εἰσηκούσθημεν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Plur
- Root: εἰσακούω
- εἰσήλασε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Meaning: to drive in
- Root: εἰσελαύνω
- εἰσήλατο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Meaning: to drive in
- Root: εἰσελαύνω
- εἰσήλθαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσῆλθαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσήλθατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσῆλθε, εἰσῆλθεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσῆλθες
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσήλθετε
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσήλθομεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 1st Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσῆλθον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- Parse:
- εἰσήλθοσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσηνέγκαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσήνεγκαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσηνέγκατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσήνεγκε, εἰσήνεγκεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: εἰσφέρω
- εἰσήρχετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσέρχομαι
- εἰσήχθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: εἰσάγω
- εἰσιόντων
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Meaning: to go into
- Root: εἴσειμι
- Parse:
- εἰσιοῦσα
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Fem
- Meaning: to go into
- Root: εἴσειμι
- εἰσιών
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Meaning: to go into
- Root: εἴσειμι
- εἷς καὶ εἴκοσι(ν),
εἴκοσι καὶ εἷς,
εἴκοσι εἷς -
- Parse: Adjective
- Meaning: twenty-one
- εἰσκαλεσάμενος
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- Root: εἰσκαλέω
- εἰσκαλέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to call in, invite in
- Cognates:
ἀνακαλέω, ἀντικαλέω, ἐγκαλέω, εἰσκαλέω, ἐκκαλέω, ἐπικαλέω, καλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, προεπικαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, προσπαρακαλέω, συγκαλέω, συμπαρακαλέω
- Forms:
- εἰσκαλεσάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- εἰσκομίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to carry in, guide in
- Cognates:
ἀνακομίζω, ἀποκομίζω, διακομίζω, εἰσκομίζω, ἐκκομίζω, κομίζω, μετακομίζω, παρακομίζω, συγκομίζω
- Forms:
- εἰσκομισθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
- εἰσκομισθείς
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Sing Masc
- Root: εἰσκομίζω
- εἰσκυκλεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: εἰσκυκλέω
- εἰσκύπτουσαν
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Sing Fem
- Root: εἰσκύπτω
- εἰσκύπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to overlook
- to turn aside
- to overhang
- to pop in
- Concord:
NT: _
LXX: 1Sam 13:18
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _ - Cognates:
ἀνακύπτω, διακύπτω, διεκκύπτω, ἐγκύπτω, εἰσκύπτω, ἐκκύπτω, κατακύπτω, κατεπικύπτω, κύπτω, παρακύπτω, προσκύπτω, συγκύπτω, ὑποκύπτω
- Forms:
- εἰσκύπτουσαν Part: Pres Act Acc Sing Fem
- εἰσοδεύειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Meaning: to go into, travel in
- Root: εἰσοδεύω
- εἰσοδεύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to go into, travel into
- εἰσοδιαζόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: εἰσοδιάζω
- Parse:
- εἰσοδιάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to collect
- Passive Meaning:
- to come in (of revenue) (as in "How much money has come in?")
- to be collected and received as revenue
- Cognates:
- Forms:
- εἰσοδιασθέν Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
- εἰσοδιαζόμενον Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- εἰσοδιασθέν
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
- Root: εἰσοδιάζω
- εἰσόδιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: entrance, entering
- Cognates:
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM εἰσόδιον εἰσόδια GEN εἰσοδίου εἰσοδίων DAT εἰσοδίῳ εἰσοδίοις ACC εἰσόδιον εἰσόδια
- εἰσόδιος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: pertaining to entry
- εἴσοδος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- entrance
- reception, entry, welcome
- act of entering, coming, visiting
- Cognates:
ἄνοδος, ἄφοδος, διέξοδος, δίοδος, εἴσοδος, ἔξοδος, ἐπάνοδος, εὔοδος, ἔφοδος, κάθοδος, μέθοδος, ὁδός, πάροδος, περίοδος, πρόσοδος, σύνοδος
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM εἴσοδος εἴσοδοι GEN εἰσόδου εἰσόδων DAT εἰσόδῳ εἰσόδοις ACC εἴσοδον εἰσόδους VOC εἴσοδε εἴσοδοι
- εἰσοίσομεν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσοίσουσι, εἰσοίσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσπεπορεθμένους
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπεπορευμένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπεπόρευνται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπεσών
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Meaning: to fall into
- Root: εἰσπίπτω
- εἰσπηδάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to run in, leap into, spring in, rush in
- Cognates:
ἀναπηδάω, ἀποπηδάω, εἰσπηδάω, ἐκπηδάω, ἐμπηδάω, καταπηδάω, παραπηδάω, πηδάω
- Forms:
- εἰσεπήδησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- εἰσεπήδησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- εἰσεπήδησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- εἰσπηδήσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- εἰσπηδήσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Meaning: to leap into
- Root: εἰσπηδάω
- εἰσπλέουσι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσπλέω
- εἰσπλεύσαντα
-
- Parse: Part: Aor Act Acc Sing Masc
- Root: εἰσπλέω
- εἰσπορεύεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύεσθε
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind/Imperative 2nd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευέσθω
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευέσθωσαν
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύῃ
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύησθε
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύηται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευθέντες
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Plur Masc
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to enter, proceed into, go into, come into
- to move in
- Cognates:
διαπορεύομαι, εἰσπορεύομαι, ἐκπεριπορεύομαι, ἐκπορεύομαι, ἐμπορεύομαι, ἐπιπορεύομαι, καταπορεύομαι, παραπορεύομαι, παρεισπορεύομαι, περιπορεύομαι, πορεύομαι, προπορεύομαι, προσπορεύομαι, συμπορεύομαι, συμπροπορεύομαι, συνεκπορεύομαι
- Forms:
- εἰσπορευόμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευόμενα
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευύμεναι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Fem
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένη
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένην
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Fem
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένοις
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
- Root: εἰσπορεύομαι
- Parse:
- εἰσπορευόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένῳ
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευομένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύονται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορευσόμεθα
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύωμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 1st Sing
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἰσπορεύωνται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
- Root: εἰσπορεύομαι
- εἱστήκειμεν
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 1st Plur
- Root: ἵστημι
- εἱστήκεισαν
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
- Root: ἵστημι
- ἑστιάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to receive at one's home; to entertain; to give a feast
- εἱστία
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Meaning: to entertain, receive at one's home
- Root: ἑστιάω
- εἰστρέχω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to run inside, rush in
- Cognates:
ἀνατρέχω, ἀποτρέχω, διατρέχω, εἰστρέχω, ἐκτρέχω, ἐπανατρέχω, ἐπισυντρέχω, ἐπιτρέχω, κατατρέχω, παρατρέχω, περιτρέχω, προστρέχω, προτρέχω, συντρέχω, τρέχω, ὑποτρέχω
- Forms:
- εἰσδραμοῦσα Part: 2Aor Act Nom Sing Fem
- εἰσδραμών Part: Aor Act Nom Sing Masc
- εἰσφέρεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: εἰσφέρω
- εἰσφερομένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: εἰσφέρω
- εἰσφέροντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: εἰσφέρω
- εἰσφερόντων
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: εἰσφέρω
- εἰσφέρουσι, εἰσφέρουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: εἰσφέρω
- εἰσφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to carry into, bring in, lead into, carry inward
- to ingather, harvest
- to insert, put in
- to rush in
- + κρίσιν = to bring in an accusation, accuse
- Passive Meaning:
- be subjected to
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- εἰσφέρωσιν
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
- Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: εἰσφέρω
- Parse:
- εἰσφορά
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- a gathering in
- a legal tax to maintain religious activities
- Note: εἰσφοράς Alt. form Noun: Acc Plur Fem
- Cognates:
ἀναφορά, διαφορά, εἰσφορά, ἐκφορά, ἐπιφορά, καταφορά, περιφορά, προσφορά, συμφορά, φορά
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM εἰσφορά εἰσφοραί GEN εἰσφορᾶς, εἰσφοράς εἰσφορῶν DAT εἰσφορᾷ εἰσφοραῖς ACC εἰσφοράν εἰσφοράς VOC εἰσφορά εἰσφοραί, εἰσφορᾶς
- εἰσφορᾶς, εἰσφοράς
-
- Parse:
- Noun: Gen Sing Fem
- Noun: Acc Plur Fem
- Root: εἰσφορά
- Parse: