- ἐπεμαρτυράμην
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: ἐπιμαρτυρέω
- ἐπεμαρτύρατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: ἐπιμαρτυρέω
- ἐπεμαρτύρω
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 2nd Sing
- Root: ἐπιμαρτυρέω
- ἐπεμβαίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to step upon, tread upon
- ἐπεμβαίνων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Meaning: to step upon, tread upon
- Root: ἐπεμβαίνω
- ἐπεμβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to put on, throw down upon
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἐπεμβάς
-
- Parse:
- Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Meaning: to step upon, tread upon
- Root: ἐπεμβαίνω
- Parse:
- ἐπεμείναμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: ἐπιμένω
- ἐπεμελεῖτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Meaning: to take care of; to manage
- Root: ἐπιμελέομαι
- ἐπεμελήθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἐπιμελέομαι
- ἐπεμέρισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπιμερίζω
- ἐπεμίγη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἐπιμίγνυμι
- ἐπεμίγης
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 2nd Sing
- Root: ἐπιμίγνυμι
- ἐπεμνήσθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἐπιμιμνήσκω