- ἑωθινός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: early in the morning, daybreak
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἑωθινός ἑωθινή ἑωθινόν GEN ἑωθινοῦ ἑωθινῆς ἑωθινοῦ DAT ἑωθινῷ ἑωθινῇ ἑωθινῷ ACC ἑωθινόν ἑωθινήν ἑωθινόν Plural Masc Fem Neut NOM ἑωθινοί ἑωθιναί ἑωθινά GEN ἑωθινῶν ἑωθινῶν ἑωθινῶν DAT ἑωθινοῖς ἑωθιναῖς ἑωθινοῖς ACC ἑωθινούς ἑωθινάς ἑωθινά
- ἕωλος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: a day old, kept till the morrow, stale
- Forms:
- ἕωλον Adj: Nom/Acc Sing Neut
- ἕωλον Adj: Acc Sing Masc
- ἐῶντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Meaning: to permit, allow
- Root: ἐάω
- Parse:
- ἑώρακε
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: ὁράω
- ἕως
-
- Parse: Conjunction
- Meaning:
- while, even, until, unto, (as) far (as), how long, up to
- prior to, until
ἡτοίμασαν δὲ τὰ δῶρα ἕως τοῦ ἐλθεῖν Ἰωσὴφ μεσημβρίας
And they prepared their gifts, until Jōsēf came at noon (Gen 43:25) - from one to the other, as far as
ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν
from the greatest of them as far as the least of them (Jonah 3:5) - ἕως ἄν = until
- ἕως τίνος = until when, how long?, how much longer?
- ἕως πότε = how long
- ἕως τούτου = up to this time, up to this point, so far
οὐκ εἰσήκουσας ἕως τούτου
up to this time, you didn't listen (Ex 7:16)
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- ἕως
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: dawn, early morning
ἕως τίνος;
until when? how much longer? - Forms:
Feminine Singular Plural NOM ἕως N/A GEN ἕως N/A DAT ἑῷ N/A ACC ἑῶ N/A
- ἔωσαν, ἐῶσαν, ἕως ἄν
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Sing Fem
- Meaning: until
- Root: ὠθέω
- ἑωσφόρος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: morning star
- Cognates:
ἁγιοφόρος, ἀθλοφόρος, ἀσύμφορος, βιβλιαφόρος, διάφορος, δορατοφόρος, δορυφόρος, δρεπανηφόρος, ἑωσφόρος, ζῳοφόρος, θανατηφόρος, θεόφορος, θυρεοφόρος, καρποφόρος, ναοφόρος, νεκροφόρος, νωτοφόρος, ξιφηφόρος, ξυλοφόρος, ὀλεθροφόρος, ὁπλοφόρος, πνευματοφόρος, πρόσφορος, πυροφόρος, πυρφόρος, ῥοδοφόρος, σαρκοφόρος, σύμφορος, τελεσφόρος, ὑδροφόρος, φόρος, φωσφόρος, χλοηφόρος, χριστοφόρος
Masculine Noun Singular Plural NOM ἑωσφόρος ἑωσφόροι GEN ἑωσφόρου ἑωσφόρων DAT ἑωσφόρῳ ἑωσφόροις ACC ἑωσφόρον ἑωσφόρους VOC ἑωσφόρε ἑωσφόροι