- ἀντέγραψαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀντιγράφω
- ἀντέγραψε, ἀντέγραψεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιγράφω
- ἀντεδίδου
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιδίδωμι
- ἀντεδίδους
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 2nd Sing
- Root: ἀντιδίδωμι
- ἀντεδίκησε, ἀντεδίκησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιδικέω
- ἀντεῖπον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Imperative 2nd Sing
- Meaning:
- to speak against, contradict, dispute
- to register oral dissent or disapproval
- to reply against, say in opposition
- Cognates:
ἀντεῖπον, ἀπεῖπον, εἶπον, ἐξεῖπον, κατεῖπον, προσεῖπον, συνεῖπον
- Forms:
- ἀντεῖπαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ἀντεῖπε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- ἀντειπών Part: Aor Act Nom Sing Masc
- ἀντειπεῖν Verb: 2Aor Act Infin
- ἀντείπῃ Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- ἀντερεῖν Verb: Fut Act Infin
- ἀντεροῦμεν Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- ἀντεροῦσα Part: Fut Act Nom Sing Fem
- Parse:
- ἀντεισβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw (something/someone) into (something) (e.g., throw him into the ship; throw him into the fray)
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀντείχοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἀντέχω
- ἀντεκάθισας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: ἀντικαθίζω
- ἀντελάβετο
-
- Parse: Verb: 2Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελαβόμεθα
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Plur
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελαβόμην
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελάβοντο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελάβου
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 2nd Sing
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελαμβάνετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελαμβάνοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἀντιλαμβάνω
- ἀντελοιδόρει
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιλοιδορέω
- ἀντεμβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to substitute; to put in instead
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀντεπάλαισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀντιπαλαίω
- ἀντερείδεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀντερείδω
- ἀντεροῦμεν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- Root: ἀντεῖπον
- ἀντέστησαν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀνθίστημι
- ἀντέτεινε
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Meaning: to stretch, strain back
- Root: ἀντιτείνω
- Parse:
- ἀντευεργετεῖν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Meaning: to return a kindness
- Root: ἀντεθεργετέω
- ἀντεθεργετέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to return a kindness
- ἀντευεργέτης
-
- Parse: Verb: Pres/Imperfect Act Ind 2nd Sing
- Meaning: to return a kindness
- Root: ἀντεθεργετέω
- ἀντεφιλοσόφησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀντιφιλοσοφέω
- ἀντέχεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: ἀντέχω
- ἀντεχόμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: ἀντέχω
- ἀντεχόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: ἀντέχω
- ἀντεχομένοις
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: ἀντέχω
- ἀντεχόμενον
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
- Root: ἀντέχω
- ἀντεχόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: ἀντέχω
- ἀντεχομένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: ἀντέχω
- ἀντέχω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to defend, withstand
- to withstand (a siege) without giving in
- Middle Meaning:
- to cling to, hold fast to (something/someone), adhere to
- to resist
- to hold out and endure without reacting
- to worship, be devoted to, be loyal to
- to be an adherent of
- to be devoted to
- to take an interest in, pay attention to
- to lend a helping hand to
- to support, care for
- Cognates:
ἀμπέχω, ἀνέχω, ἀντέχω, ἀπέχω, ἀποσυνέχω, διακατέχω, ἔχω, ἐμπεριέχω, ἐνέχω, ἐπέχω, ἐπισυνέχω, ἐξέχω, κατέχω, μετέχω, παρέχω, περιέχω, προέχω, προκατέχω, προσανέχω, προσέχω, συμμετέχω, συμπεριέχω, συνέχω, ὑπέχω, ὑπερέχω
- Forms:
- ἀντέχωνται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
- Root: ἀντέχω