- προσυγκολλάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to cling to
- to glue on, attach with glue
- Cognates:
- Forms:
- προσεκολλήθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- προσυνεσταλμένην
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
- Root: προσυστέλλω
- προσυντελέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to complete before
- προσυντελεσθέντα
-
- Parse:
- Part: Aor Pass Nom/Acc Plur Neut
- Part: Aor Pass Acc Sing Masc
- Meaning: to complete before
- Root: προσυντελέω
- Parse:
- προσυντετελεσμένα
-
- Parse:
- Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
- Meaning: to complete before
- Root: προσυντελέω
- Parse:
- προσυπερβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw beyond a mark, surpass
- Note: Like ὑπερβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προσυποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw under, put under
- Note: Like ὑποβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προσυποδείκνυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to show, indicate
- Cognates:
ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω, ἀποδείκνυμι, δεικνύω, ἐνδείκνυμι, ἐνδεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω, καταδεικνύω, παραδεικνύω, παρεπιδείκνυμι, προαποδείκνυμι, προσυποδείκνυμι, προϋποδείκνυμι, ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω
- προσυπέδειξαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
- Meaning: to show, indicate
- Root: προσυποδείκνυμι
- προσυποδείξας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Meaning: to show, indicate
- Root: προσυποδείκνυμι
- προσυπομιμνήσκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to remind one of a thing beside
- to recall
- Cognates:
ἀναμιμνήσκω, ἐπαναμιμνῄσκω, ἐπιμιμνήσκω, καταμιμνήσκω, μιμνήσκω, προσυπομιμνήσκω, ὑπομιμνήσκω
- Forms:
- προσυπομνήσας Part: Pres Act Nom Sing Masc
- προσυπομνήσας
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: προσυπομιμνήσκω
- προσυστέλλομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προσυστέλλω
- προσυστέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to be reduced to a former state
- to be drawn up beforehand
- to restrict previously
- Cognates:
ἀναστέλλω, ἀνταποστέλλω, ἀποδιαστέλλω, ἀποστέλλω, διαστέλλω, ἐξαποστέλλω, ἐπαποστέλλω, ἐπιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, προαποστέλλω, προεξαποστέλλω, προσαποστέλλω, προσυστέλλω, στέλλω, συναποστέλλω, συστέλλω, ὑποστέλλω
- Forms:
- προσυνεσταλμένην Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Fem
- προσυστέλλομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- προσυψῶσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: προσυψόω
- Parse: