- ὑποβάλλονται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ὑποβάλλω
- ὑποβαλλόντων
-
- Parse:
- Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- Root: ὑποβάλλω
- Parse:
- ὑποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to suborn, introduce by collusion or stealth, instigate secretly
- to throw under, put under
- to whisper a suggestion, make false suggestions
- to lay a foundation for (something)
- Middle Meaning:
- to appropriate
- to substitute
- to lay a foundation for (something)
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- Forms:
- ὑπέβαλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- ὑποβαλλόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- ὑποβαλλόντων Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- ὑπέβαλον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- ὑποβάλλονται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- ὑποβλεπόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: ὑποβλέπω
- ὑποβλεπομένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: ὑποβλέπω
- ὑποβλέπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to look up from under
- to look suspiciously at
- Middle Meaning:
- to look askance at
- to eye angrily
- to look suspiciously at
- Cognates:
ἀναβλέπω, βλέπω, ἀντιβλέπω, ἀποβλέπω, διαβλέπω, εἰσβλέπω, ἐμβλέπω, ἐπιβλέπω, καταβλέπω, κατεμβλέπω, παραβλέπω, περιβλέπω, προβλέπω, προσβλέπω, ὑποβλέπω
- Forms:
- ὑποβλεπόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- ὑποβλεπομένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc