- ἀντιμαρτυρέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to witness against
- to contradict solemnly
- to appear as witness against
- to make a legal case in front of a hostile audience
- Cognates:
ἀντιμαρτυρέω, ἀπομαρτυρέω, διαμαρτυρέω, ἐκμαρτυρέω, ἐπιμαρτυρέω, καταμαρτυρέω, μαρτυρέω, προσμαρτυρέω, συμμαρτυρέω, συνεπιμαρτυρέω, ψευδομαρτυρέω
- Forms:
- ἀντιμαρτυρούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
- ἀντιμαρτυρούσης
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Fem
- Root: ἀντιμαρτυρέω
- ἀντιμεταβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw into a different position, turn quickly or suddenly
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀντιμετρέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to measure out in return, measure again
- Cognates:
ἀντιμετρέω, διαμετρέω, ἐκμετρέω, καταμετρέω, μετρέω, σιτομετρέω
- Forms:
- ἀντιμετρηθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- ἀντιμετρηθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀντιμετρέω
- ἀντιμιμέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to follow the example (of someone)
- Cognates:
- Forms:
- ἀντιμιμήσασθαι Verb: Aor Mid Infin
- ἀντιμιμήσασθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: ἀντιμιμέομαι
- ἀντιμισθία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: requital, correspondence, recompense, reward, penalty, exchange
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀντιμισθία ἀντιμισθίαι GEN ἀντιμισθίας ἀντιμισθιῶν DAT ἀντιμισθίᾳ ἀντιμισθίαις ACC ἀντιμισθίαν ἀντιμισθίας VOC ἀντιμισθία ἀντιμισθίαι
- ἀντιμισθίαν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: ἀντιμισθία
- ἀντιμισθίας
-
- Parse:
- Noun: Gen Sing Fem
- Noun: Acc Plur Fem
- Root: ἀντιμισθία
- Parse: