- ἐπεί
-
- Parse: Conjunction
- Meaning:
- Temporal:
- when, after
- Causal:
- because, since
- for, for the reason that
- seeing that
- otherwise
- Temporal:
- Combination:
- ἐπεὶ ... ἄρα = for otherwise (1Cor 5:10; 7:14)
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- ἐπείγοντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Root: ἐπείγω
- ἐπείγουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπείγω
- ἐπείγω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to urge, be urgent
- to drive on, urge forward
- to press down, weigh down
- to exert great pressure on to act (in a certain way)
- to pursue
- to be executed with speed and urgency
- to call for urgent attention
- Cognates:
- Forms:
- ἐπείγοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
- ἐπείγουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- ἤπειγε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- ἐπειδάν
-
- Parse: Conjunction
- Meaning: whenever
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- ἐπειδή
-
- Parse: Conjunction
- Meaning:
- Temporal:
- when, during the time when, while
- after that
- Causal:
- because, since, since then
- for the reason that
- whereas, inasmuch as, seeing that
- Temporal:
- Concord:
NT: Matt 21:46; Luke 11:6; Acts 13:46; 14:12; 15:24; 1Cor 1:21,22; 14:16; 15:21; 2Cor 5:4; Phil 2:26
LXX: _
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- ἐπειδήπερ
-
- Parse: Conjunction
- Meaning:
- Causal:
- inasmuch as, since indeed (of cause)
- since, seeing that
- Of time:
- after that, after, since, when
- whenever
- as soon as
- Causal:
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- ἐπεῖδον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Meaning: to look upon (approvingly)
- Root: ἐποράω
- Parse:
- ἐπειθόμεθα
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: πείθω
- ἐπειλημμένη
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: ἐπιλαμβάνω
- ἔπειμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Note: ἔπειμι like εἰμί and εἶμι has two distinct meanings: to be and to go
- Meaning #1: (based on εἰμί and infinitive: εἶναι)
- to be present
- to be incumbent upon
- to be upon
- to be set upon
- to be set over
- Of rewards and penalties: to be affixed or attached
- Of numbers: to be added, be over and above
- Sequential: to be next, be at hand, be following, be next day or night
- ----------
- Meaning #2: (based on εἶμι and infinitive ἰέναι)
- Of Time:
- to come later (in time)
- to be hereafter, remain
- Sequential: to go next; to follow in sequence
- Of Time:
- Cognates:
ἄνειμι, ἄπειμι, εἰμί, εἶμι, εἴσειμι, ἔνειμι, ἔπειμι, ἔξειμι, κάτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, συμπάρειμι, συμπρόσειμι, συνάντειμι, σύνειμι
- Forms:
- ἐπέσται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- ἔπεστί Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- ἔπεστιν Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- ἐπῆσαν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- ἐπιόντι Part: Pres Act Dat Sing Neut
- ἐπιοῦσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
- ἐπιούσῃ Part: Pres Dat Sing Fem
- ἐπιόντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
- ἐπιόντα Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
- ἐπείπερ
-
- Parse: Conjunction
- Meaning: since indeed (of cause)
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- ἐπειράθην
-
- Parse:
- Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
- Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Meaning: to attempt, try
- Root: πειράω
- Parse:
- ἐπειράθημεν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Plur
- Root: πειράω
- ἐπειράσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: πειράζω
- ἐπειράσθην
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
- Root: πειράζω
- ἐπειράσθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: πειράζω
- ἐπεισαγωγή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- act of bringing in (besides)
- introduction
- Cognates:
ἀγωγή, ἀντιπαραγωγή, ἀπαγωγή, διαγωγή, ἐπαγωγή, ἐπεισαγωγή, ἐπισυναγωγή, προσαγωγή, συναγωγή
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἐπεισαγωγή ἐπεισαγωγαί GEN ἐπεισαγωγῆς ἐπεισαγωγῶν DAT ἐπεισαγωγῇ ἐπεισαγωγαῖς ACC ἐπεισαγωγήν ἐπεισαγωγάς VOC ἐπεισαγωγή ἐπεισαγωγαί
- ἐπείσακτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: brought in from outside
- ἐπεισβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw in besides
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἐπεισελεύσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: ἐπέρχομαι
- ἐπεισέλθῃ
-
- Parse:
- Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Meaning: to come in besides
- Root: ἐπεισέρχομαι
- Parse:
- ἐπεισέρχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to rush in suddenly and forcibly
- to come in besides
- to enter aiming at
- to assail
- Cognates:
ἀνέρχομαι, ἀντανέρχομαι, ἀντιπαρέρχομαι, ἀπέρχομαι, διέρχομαι, διεξέρχομαι, εἰσέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπεισέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπεξέρχομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρεισέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι, συνεισέρχομαι, συνεπέρχομαι, συνέρχομαι, συνεξέρχομαι, ὑπέρχομαι, ὑπεξέρχομαι
- Forms:
- ἐπεισῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- ἐπεισῆλθον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπεισέρχομαι
- Parse:
- ἐπεισήνεγκε, ἐπεισήνεγκεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπεισφέρω
- ἐπείσθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: πείθω
- ἐπεισφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to bring in besides, drive in besides, bring next
- to cause to move inward
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- ἐπεισήνεγκε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- ἔπειτα
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- afterward, thereafter, thereupon
- that being so, then, therefore