- ἐπεκάθισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαθίζω
- ἐπεκάθισε, ἐπεκάθισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικαθίζω
- ἐπεκαλεῖτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκαλεσάμην
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκάλεσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκαλέσαντο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκαλέσατο
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Imperative 3rd Sing
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκάλεσε, ἐπεκάλεσεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκαλούμην
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to summon
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκαλοῦντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκάλυπτον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλύπτω
- Parse:
- ἐπεκαλύφθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλύπτω
- ἐπεκάλυψαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλύπτω
- ἐπεκάλυψε, ἐπεκάλυψεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικαλύπτω
- ἐπεκβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw out
- Note: Like ἐκβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἐπέκεινα
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- beyond, farther on, on the other side, henceforth
- in the part farther on
- Cognates:
- ἐπεκέκλητο
-
- Parse: Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκινοῦντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικινέω
- ἐπεκλήθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικαλέω
- ἐπεκοιμήθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικοιμάω
- ἐπεκράτησα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: ἐπικρατέω
- ἐπεκράτησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικρατέω
- ἐπεκράτησε, ἐπεκράτησεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικρατέω
- ἐπεκράτουν
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Meaning: to rule over
- Root: ἐπικρατέω
- Parse:
- ἐπεκρατοῦσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικρατέω
- ἐπεκρῖνε, ἐπεκρῖνεν
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικρίνω
- Parse:
- ἐπεκρότησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικροτέω
- ἐπεκρότησε, ἐπεκρότησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπικροτέω
- ἐπεκτείνομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: ἐπεκτείνω
- ἐπεκτεινόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: ἐπεκτείνω
- ἐπεκτείνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to reach forth, stretch out, strain toward (something)
- Cognates:
ἀνατείνω, ἀποτείνω, διατείνω, ἐκτείνω, ἐντείνω, ἐπεκτείνω, ἐπιτείνω, κατατείνω, παρατείνω, παρεκτείνω, προσεπικατατείνω, προτείνω, τείνω, ὑπερεκτείνω
- Forms:
- ἐπεκτείνομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- ἐπεκτεινόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- ἐπεκύλισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπικυλίω
- ἐπεκχέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to pour out upon
- Passive Meaning:
- to rush upon
- to launch a massive attack upon
- Cognates:
ἀποχέω, διαχέω, ἐγχέω, ἐκχέω, ἐπεκχέω, ἐπιχέω, καταχέω, μεταχέω, παραχέω, περιχέω, προσχέω, ὑπερχέω, ὑπερεκχέω, χέω
- Forms:
- ἐπεκχυθῶσιν Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
- ἐπεκχυθῶσιν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
- Root: ἐπεκχέω