- συνεπαθήσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: συμπαθέω
- συνεπακολουθέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to follow closely
- to follow along
- to accompany
- Cognates:
ἀκολουθέω, ἀντακολουθέω, διακολουθέω, ἐξακολουθέω, ἐπακολουθέω, ἐπικατακολουθέω, κατακολουθέω, μετακολουθέω, παρακολουθέω, περιακολουθέω, προακολουθέω, συγκατακολουθέω, συμπαρακολουθέω, συνακολουθέω, συνεξακολουθέω, συνεπακολουθέω, ὑπακολουθέω
- Forms:
- συνεπηκολούθησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- συνεπηκολούθησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεπηκολούθησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεπάτησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συμπατέω
- συνεπάτησε, συνεπάτησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συμπατέω
- συνεπέθεντο
-
- Parse: Verb: 2Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: συντίθημι
- συνέπεισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συμπείθω
- συνέπεισε, συνέπεισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συμπείθω
- συνεπελθόντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: συνεπέρχομαι
- συνεπέμψαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: συμπέμπω
- συνεπέρανας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: συμπεραίνω
- συνεπέρχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass 1st Sing
- Meaning: to come together against, attack together
- Cognates:
ἀνέρχομαι, ἀντανέρχομαι, ἀντιπαρέρχομαι, ἀπέρχομαι, διέρχομαι, διεξέρχομαι, εἰσέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπεισέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπεξέρχομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρεισέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι, συνεισέρχομαι, συνεπέρχομαι, συνέρχομαι, συνεξέρχομαι, ὑπέρχομαι, ὑπεξέρχομαι
- Forms:
- συνεπελθόντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- συνεπεσκέπησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συνεπισκέπτω
- συνεπέστη
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συνεφίστημι
- συνεπηκολούθησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συνεπακολουθέω
- συνεπηκολούθησε, συνεπηκολούθησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συνεπακολουθέω
- συνεπιβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to apply one's mind also; to consider something together
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συνεπιθῇ
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
- Root: συνεπιτίθημι
- συνεπιθῶνται
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 3rd Plur
- Root: συνεπιτίθημι
- συνεπιμαρτυρεῖ
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: συνεπιμαρτυρέω
- συνεπιμαρτυρέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to corroborate
- to testify at same time
- to testify in agreement, join in attesting
- Cognates:
ἀντιμαρτυρέω, ἀπομαρτυρέω, διαμαρτυρέω, ἐκμαρτυρέω, ἐπιμαρτυρέω, καταμαρτυρέω, μαρτυρέω, προσμαρτυρέω, συμμαρτυρέω, συνεπιμαρτυρέω, ψευδομαρτυρέω
- Forms:
- συνεπιμαρτυρεῖ Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- συνεπιμαρτυροῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- συνεπιμαρτυροῦντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- συνεπιμαρτυρούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
- συνεπιμαρτυρήσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Meaning: to join in attesting
- Root: συνεπιμαρτυρέω
- συνεπιμαρτυροῦντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: συνεπιμαρτυρέω
- συνεπιμαρτυροῦντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: συνεπιμαρτυρέω
- συνεπιμαρτυρούσης
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Fem
- Root: συνεπιμαρτυρέω
- συνεπίομεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 1st Plur
- Root: συμπίνω
- συνεπισκέπτομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: συνεπισκέπτω
- συνεπισκέπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to count together with someone else
- Middle Meaning:
- to enroll together
- to examine upon together
- to inspect carefully
- to muster
- Passive Meaning:
- to be numbered among
- to be enrolled in the census
- Cognates:
ἐπισκέπτομαι, κατασκέπτομαι, σκέπτομαι, συνεπισκέπτομαι, συσκέπτομαι
- Forms:
- συνεπεσκέπησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- συνεπισκέπτομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- συνεπισκέψῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- συνεπισκέψῃ
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: συνεπισκέπτω
- συνεπίσκοπος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: fellow-bishop
- Cognates:
ἀλλοτριεπίσκοπος, ἀπρόσκοπος, ἐπίσκοπος, κατάσκοπος, οἰωνοσκόπος, πανεπίσκοπος, σκοπός, συνεπίσκοπος, τερατοσκόπος
Masculine Noun Singular Plural NOM συνεπίσκοπος συνεπίσκοποι GEN συνεπισκόπου συνεπισκόπων DAT συνεπισκόπῳ συνεπισκόποις ACC συνεπίσκοπον συνεπισκόπους VOC συνεπίσκοπε συνεπίσκοποι
- συνεπίσταμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to be privy to
- to know very well
- to be conscious of
- Negative: to be baffled
- Cognates:
- συνεπισχύειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: συνεπισχύω
- συνεπίσχυσαν
-
- Parse: Part: Aor Act Nom/Acc Sing Neut
- Root: συνεπισχύω
- συνεπιτιθέμενα
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: συνεπιτίθημι
- συνεπιτιθεμένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: συνεπιτίθημι
- συνεπιτίθημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to help in putting on
- to impute
- to put on even more
- to put on (like putting on a garment)
- Middle Meaning:
- to join in attacking (Deut 32:27; Ps 3:7; Obadiah 13)
- to collaborate
- to lay (something) to the charge of (someone) (Num. 12:11)
- Concord:
NT: _
LXX: Num 12:11
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _ - Cognates:
ἀνατίθεμαι, ἀνατίθημι, ἀντιδιατίθημι, ἀντιτίθημι, ἀποτίθημι, διατίθεμαι, διατίθημι, ἐκτίθημι, ἐντίθημι, ἐπιπροστίθημι, ἐπιτίθημι, κατατίθημι, μετατίθημι, παρακατατίθημι, παρατίθημι, περιτίθημι, προεκτίθεμαι, προσανατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθεμαι, συγκατατίθημι, συνεπιτίθημι, συντίθημι, τίθημι, ὑπερτίθημι, ὑποτίθημι
- Forms:
- συνεπιθῇ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing (Num 12:11)
- συνεπιθῶνται Verb: Aor Mid Subj 3rd Plur
- συνεπιτιθέμενα Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- συνεπιτιθεμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
- συνεπιφωνέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to raise a shout of approval together
- Cognates:
ἀναφωνέω, ἀντιφωνέω, διαφωνέω, ἐκφωνέω, ἐπιφωνέω, προσφωνέω, συμφωνέω, συνεπιφωνέω, ὑπερφωνέω, φωνέω
- Forms:
- συνεπιφωνησάντων
- Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Part: Aor Act Gen Plur Masc/Neut
- συνεπιφωνούντων
- Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- συνεπιφωνησάντων
- συνεπλάκη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: συμπλέκω
- συνεπλάκησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμπλέκω
- συνεπλέκετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συμπλέκω
- συνεπληροῦντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμπληρόω
- συνέπνιγον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: συμπνίγω
- Parse:
- συνέπνιξαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συμπνίγω
- συνεπόδισα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: συμποδίζω
- συνεπόδισας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: συμποδίζω
- συνεπόδισε, συνεπόδισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συμποδίζω
- συνεποδίσθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμποδίζω
- συνεπολέμει
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: συμπολεμέω
- συνεπολέμησε, συνεπολέμησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συμπολεμέω
- συνεπολιτεύσατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: συμπολιτεύομαι
- συνέπομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to travel with, accompany with (someone)
- to follow
- Cognates:
- Forms:
- συνείπετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- συνεπομένας Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
- συνεπομένης Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Fem
- συνεπομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
- συνεπομένας
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
- Root: συνέπομαι
- συνεπομένης
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Fem
- Root: συνέπομαι
- συνεπομένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: συνέπομαι
- συνεπορεύετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συμπορεύομαι
- συνεπορεύθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμπροπορεύομαι
- συνεπορεύοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμπορεύομαι