ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιζόμενοι
ἀνταγωνισταῖς
ἀνταγωνιστής
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMἀνταγωνιστήςἀνταγωνισταί
GENἀνταγωνιστοῦἀνταγωνιστῶν
DATἀνταγωνιστῇἀνταγωνισταῖς
ACCἀνταγωνιστήνἀνταγωνιστάς
VOCἀνταγωνιστάἀνταγωνισταί
ἀνταίρω
ἀντακολουθέω
ἀντακούσεται
ἀντακούω
ἀνταλλαγή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀνταλλαγήἀνταλλαγαί
GENἀνταλλαγῆςἀνταλλαγῶν
DATἀνταλλαγῇἀνταλλαγαῖς
ACCἀνταλλαγήνἀνταλλαγάς
VOCἀνταλλαγήἀνταλλαγαί
ἀνταλλαγῆς
ἀντάλλαγμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMἀντάλλαγμαἀνταλλάγματα
GENἀνταλλάγματοςἀνταλλαγμάτων
DATἀνταλλάγματιἀνταλλάγμασι(ν)
ACCἀντάλλαγμαἀνταλλάγματα
VOCἀντάλλαγμαἀνταλλάγματα
ἀνταλλάξει
ἀνταλλάξεται
ἀνταλλάσσω
ἀντάμειψιν
ἀντάμειψις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: exchanging, requital
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀντάμειψιςἀνταμείψεις
GENἀνταμείψεωςἀνταμείψεων
DATἀνταμείψειἀνταμείψεσι(ν)
ACCἀντάμειψι(ν)ἀνταμείψεις
VOCἀντάμειψιςἀνταμείψεις
ἀνταμοιβή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: interchange, repayment, requital
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀνταμοιβήἀνταμοιβαί
GENἀνταμοιβῆςἀνταμοιβῶν
DATἀνταμοιβῇἀνταμοιβαῖς
ACCἀνταμοιβήνἀνταμοιβάς
VOCἀνταμοιβήἀνταμοιβαί
ἀνταμοιβήν
ἀνταναιρεθῇ
ἀνταναιρεθήσονται
ἀνταναιρεῖται
ἀνταναιρέω
ἀνταναιροῦντες
ἀνταναιρῶν
ἀντανακλάω
ἀντανακλωμένη
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπληρῶ
ἀντανελεῖς
ἀντανέλῃς
ἀντανέρχομαι
ἀντανέστησαν
ἀντανῃρέθην
ἀντανίστημι
ἀνταπεδίδοσαν
ἀνταπέδωκα
ἀνταπέδωκας
ἀνταπεδώκατε
ἀνταπέδωκε, ἀνταπέδωκεν
ἀνταπεκρίναντο
ἀνταπεκρίθη
ἀνταπεκρίθην
ἀνταπέστειλε, ἀνταπέστειλεν
ἀνταποδιδόντα
ἀνταποδιδόντες
ἀνταποδιδόντος
ἀνταποδίδοται
ἀνταποδίδοτε
ἀνταποδιδούς
ἀνταποδιδοῦσι, ἀνταποδιδοῦσιν
ἀνταποδίδωμι
Present
  • ἀνταποδιδόντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • ἀνταποδιδόντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • ἀνταποδιδόντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • ἀνταποδίδοται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • ἀνταποδίδοτε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • ἀνταποδιδούς Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • ἀνταποδιδοῦσι(ν) Part: Pres Act Dat Plur Masc
  • ἀνταποδίδωσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
Imperfect
  • ἀνταπεδίδοσαν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • ἀνταποδώσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • ἀνταποδώσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • ἀνταποδώσομεν Verb: Fut Act Ind 1st Plur
  • ἀνταποδώσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
  • ἀνταποδώσων Part: Fut Act Nom Sing Masc
  • ἀνταποδοθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
Aorist
  • ἀνταπέδωκα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • ἀνταπέδωκας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • ἀνταπεδώκατε Verb: 1Aor Act Ind 2nd Plur
  • ἀνταπέδωκε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • ἀνταπέδωκε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • ἀνταπόδος Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • ἀνταπόδοτε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • ἀνταποδοῦναι Verb: 2Aor Act Infin
  • ἀνταποδῷ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • ἀνταποδῷς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
ἀνταποδίδωσι, ἀνταποδίδωσιν
ἀνταποδοθήσεται
ἀνταπόδομα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMἀνταπόδομαἀνταποδόματα
GENἀνταποδόματοςἀνταποδομάτων
DATἀνταποδόματιἀνταποδόμασι(ν)
ACCἀνταπόδομαἀνταποδόματα
VOCἀνταπόδομαἀνταποδόματα
ἀνταπόδος
ἀνταποδόσεις
ἀνταποδόσεως
ἀνταπόδοσιν
ἀνταπόδοσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀνταπόδοσιςἀνταποδόσεις
GENἀνταποδόσεωςἀνταποδόσεων
DATἀνταποδόσειἀνταποδόσεσι(ν)
ACCἀνταπόδοσι(ν)ἀνταποδόσεις
ἀνταπόδοτε
ἀνταποδότης
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMἀνταποδότηςἀνταποδόται
GENἀνταποδότουἀνταποδoτῶν
DATἀνταποδότῃἀνταποδόταις
ACCἀνταποδότην
ἀνταποδότας
VOCἀνταποδόταἀνταποδόται
ἀνταποδοῦναι
ἀνταποδῷ
ἀνταποδῷς
ἀνταποδώσει
ἀνταποδώσεις
ἀνταποδώσομεν
ἀνταποδώσω
ἀνταποδώσων
ἀνταποθανεῖται
ἀνταποθνήσκω
ἀνταποκριθῆναι
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταποκρινόμενος
ἀνταπόκρισιν
ἀνταπόκρισις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀνταπόκρισιςἀνταποκρίσεις
GENἀνταποκρίσεωςἀνταποκρίσεων
DATἀνταποκρίσειἀνταποκρίσεσι(ν)
ACCἀνταπόκρισι(ν)ἀνταποκρίσεις
ἀνταποστέλλω
ἀνταποτείσει
ἀνταποτίνω
ἀντάρῃ
ἀντασπάζομαι
ἀντάω