συνεξακολουθέω
  • Meaning: to follow everywhere
συνέξει
συνεξεκέντησε, συνεξεκέντησεν
συνεξελεύσεται
συνεξελθούσης
συνεξεπολέμησε
συνεξεπορεύοντο
συνεξέρχομαι
  • Meaning:
    • to exit together with (someone)
    • to go along with (someone)
  • Forms:
    • συνεξελθούσης Part: Aor Act Gen Sing Fem
    • συνεξελεύσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
    • συνεξῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
συνεξῆλθον
συνεξορμάτωσαν
συνεξορμάω
  • Meaning:
    • to depart together
    • to set out together
    • to help to urge on
  • Forms:
    • συνεξορμάτωσαν Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
συνέξουσι, συνέξουσιν