- προαγαγεῖν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Infin
- Root: προάγω
- προαγαπάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to love before, love (someone) first
- Cognates:
- Forms:
- προαγαπήσαντα Part: Aor Act Acc Sing Masc
- προαγαπήσαντα Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
- προηγάπησα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- προαγαπήσαντα
-
- Parse:
- Part: Aor Act Acc Sing Masc
- Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
- Root: προαγαπάω
- Parse:
- προαγγελία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: previous announcement
- Cognates:
ἀγγελία, ἀναγγελία, ἀντιπαραγγελία, ἀπαγγελία, διαγγελία, εἰσαγγελία, ἐνεπαγγελία, ἐξαγγελία, ἐπαγγελία, εὐαγγελία, κακαγγελία, καταγγελία, κατεπαγγελία, παραγγελία, προαγγελία, προσαγγελία, ψευδαγγελία
Feminine Noun Singular Plural NOM προαγγελία προαγγελίαι GEN προαγγελίας προαγγελιῶν DAT προαγγελίᾳ προαγγελίαις ACC προαγγελίαν προαγγελίας VOC προαγγελία προαγγελίαι
- προάγγελμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: forewarning
- Cognates:
ἄγγελμα, ἀνάγγελμα, διάγγελμα, ἐπάγγελμα, παράγγελμα, προάγγελμα, προαπάγγελμα, προσάγγελμα
Neuter Noun Singular Plural NOM προάγγελμα προαγγέλματα GEN προαγγέλματος προαγγελμάτων DAT προαγγέλματι προαγγέλμασι(ν) ACC προάγγελμα προαγγέλματα VOC προάγγελμα προαγγέλματα
- προάγοντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Root: προάγω
- προάγοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: προάγω
- προάγοντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: προάγω
- προάγουσαι
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Fem
- Root: προάγω
- προαγούσας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Fem
- Root: προάγω
- προαγούσης
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Fem
- Root: προάγω
- προάγουσι, προάγουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: προάγω
- προάγω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to lead forward, lead (someone) out, bring out
- to move forward, move onward
- to promote (someone)
- to go before, lead the way, precede
- to move ahead of
- to move on to the next phase (e.g., move troops to the next battle)
- to induce to do
- to happen before, come before
- Passive Meaning:
- to excel, distinguish oneself
- Cognates:
ἄγω, ἀνάγω, ἄγω, ἀντιπαράγω, ἀπάγω, ἀποσυνάγω, διάγω, διεξάγω, εἰσάγω, ἐπάγω, ἐπανάγω, ἐπισυνάγω, ἐξάγω, κατάγω, μετάγω, παράγω, παρεισάγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, ῥοσάγω, συνάγω, συναπάγω, ὑπάγω, ὑπεράγω
- Forms:
- προαγωνίζομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to fight before (someone else), be first fighter
- to precede someone as a contestant
- Cognates:
ἀγωνίζομαι, ἀνταγωνίζομαι, ἐναγωνίζομαι, ἐπαγωνίζομαι, καταγωνίζομαι, προαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι
- Forms:
- προηγωνίζετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- προαιρεῖται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προαιρέω
- προαιρέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προαιρέω
- προαιρέσει
-
- Parse: Noun: Dat Sing Fem
- Root: προαίρεσις
- προαιρέσεις
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Fem
- Root: προαίρεσις
- προαιρέσεως
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: προαίρεσις
- προαίρεσιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: προαίρεσις
- προαίρεσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- choice, inclination, policy, position
- a choosing one thing before another
- an act of deliberate choice, a purpose, resolution
- something selected as desirable
- Cognates:
αἵρεσις, ἀναίρεσις, ἀφαίρεσις, διαίρεσις, καθαίρεσις, προαίρεσις
Feminine Noun Singular Plural NOM προαίρεσις προαιρέσεις GEN προαιρέσεως προαιρέσεων DAT προαιρέσει προαιρέσεσι(ν) ACC προαίρεσι(ν) προαιρέσεις
- προαιρέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to take out, pull out
- to bring forth (something that was stored)
- to select the most desirable from among all options
- Middle Meaning:
- to choose (for oneself), prefer
- to decide, determine, undertake
- to propose, purpose
- Cognates:
αἱρέω, ἀκαιρέομαι, ἀναιρέω, ἀνθαιρέω, ἀνθυφαιρέω, ἀνταναιρέω, ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐκαιρέω, ἐξαιρέω, ἐπαναιρέω, ἐπιδιαιρέω, καθαιρέω, καταδιαιρέω, παραιρέω, περιαιρέω, προαιρέω, ὑπεξαιρέω, ὑφαιρέω
- Forms:
- προαιρούμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: προαιρέω
- προαιρουμένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: προαιρέω
- προαιροῦνται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: προαιρέω
- προαιρῶνται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
- Root: προαιρέω
- προαιτιάομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to prove before
- to accuse already, i.e., previously charge
- Cognates:
- Forms:
- προητιασάμεθα Verb: Aor Mid Ind 1st Plur
- προακολουθέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to precede
- Cognates:
ἀκολουθέω, ἀντακολουθέω, διακολουθέω, ἐξακολουθέω, ἐπακολουθέω, ἐπικατακολουθέω, κατακολουθέω, μετακολουθέω, παρακολουθέω, περιακολουθέω, προακολουθέω, συγκατακολουθέω, συμπαρακολουθέω, συνακολουθέω, συνεξακολουθέω, συνεπακολουθέω, ὑπακολουθέω
- προαλής
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- headstrong, impulsive, rash, willful
- precipitous, sloping
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masc Fem Neuter NOM προαλής προαλές GEN προαλοῦς DAT προαλεῖ ACC προαλῆ προαλές Plural Masc Fem Neuter NOM προαλεῖς προαλῆ GEN προαλῶν DAT προαλέσι(ν) ACC προαλεῖς προαλῆ
- προαμαρτάνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to sin already
- to sin previously (to conversion)
- to sin beforehand
- Cognates:
- Forms:
- προημαρτηκόσι Part: Perf Act Dat Plur Masc
- προημαρτηκόσιν Part: Perf Act Dat Plur Masc
- προημαρτηκότων Part: Perf Act Gen Plur Masc
- προαναμέλποντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: προαναμέλπω
- προαναμέλπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to sing first, sing before another singer does
- to sing forth songs
- Cognates:
- Forms:
- προαναμέλποντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- προαναπληρόω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to fulfill before
- Cognates:
ἀναπληρόω, ἀνταναπληρόω, ἐκπληρόω, ἐπιπληρόω, πληρόω, προαναπληρόω, προσαναπληρόω, συμπληρόω
- Forms:
- προσαναπληρώσωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- προανατάξωμαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 1st Sing
- Root: προανατάσσω
- προανατάσσω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to prefer
- to give top priority to
- Middle Meaning:
- to set before oneself
- to prefer
- Cognates:
ἀνατάσσομαι, ἀντιπαρατάσσομαι, ἀντιτάσσω, ἀποτάσσω, διατάσσω, ἐκτάσσω, ἐντάσσω, ἐνυποτάσσω, ἐπιδιατάσσομαι, ἐπιτάσσω, κατατάσσω, παρατάσσω, προανατάσσω, προστάσσω, προτάσσω, συγκατατάσσω, συντάσσω, τάσσω, ὑποτάσσω
- Forms:
- προανατάξωμαι Verb: Aor Mid Subj 1st Sing
- προανατέλλομαι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: προανατέλλω
- προανατέλλοντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Root: προανατέλλω
- Parse:
- προανατέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to sprout afresh
- Cognates:
- Forms:
- προανατέλλομαι Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- προανατέλλοντα Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- προαπαγγείλῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: προαπαγγέλλω
- προαπαγγέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to announce before, forewarn
- to draw verbal attention to
- Cognates:
ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, διαγγέλλω, ἐξαγγέλλω, εὐαγγελίζω, ἐπαγγέλλω, καταγγέλλω, παραγγέλλω, προαπαγγέλλω, προεπαγγέλλω, προευαγγελίζομαι, προκαταγγέλλω, προσαγγέλλω
- Forms:
- προαπαγγείλῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- προαπάγγελμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: previous report
- Cognates:
ἄγγελμα, ἀνάγγελμα, διάγγελμα, ἐπάγγελμα, παράγγελμα, προάγγελμα, προαπάγγελμα, προσάγγελμα
Neuter Noun Singular Plural NOM προαπάγγελμα προαπαγγέλματα GEN προαπαγγέλματος προαπαγγελμάτων DAT προαπαγγέλματι προαπαγγέλμασι(ν) ACC προαπάγγελμα προαπαγγέλματα VOC προαπάγγελμα προαπαγγέλματα
- προαπεσταλμένοις
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: προαποστέλλω
- προαποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw off, throw away
- Note: Like ἀποβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προαποδεδειγμένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: προαποδείκνυμι
- προαποδείκνυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to prove before
- to mention previously
- Passive Meaning:
- to be previously defined
- to be previously mentioned
- Cognates:
ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω, ἀποδείκνυμι, δεικνύω, ἐνδείκνυμι, ἐνδεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω, καταδεικνύω, παραδεικνύω, παρεπιδείκνυμι, προαποδείκνυμι, προσυποδείκνυμι, προϋποδείκνυμι, ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω
- Forms:
- προαποδεδειγμένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Masc
- προαποθανόντας
-
- Parse: Part: Aor Act Acc Plur Masc
- Root: προαποθνήσκω
- προαποθνήσκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to die before (someone else), die first
- Cognates:
ἀνταποθνήσκω, ἀποθνήσκω, ἐναποθνήσκω, θνήσκω, προαποθνήσκω, προσαποθνῄσκω, συναποθνήσκω
- Forms:
- προαποθανόντας Part: Aor Act Acc Plur Masc
- προαποκεκριμένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Meaning: to respond forth
- Root: ἀποκρίνω
- προαποστέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to send away beforehand, send previously
- Cognates:
ἀναστέλλω, ἀνταποστέλλω, ἀποδιαστέλλω, ἀποστέλλω, διαστέλλω, ἐξαποστέλλω, ἐπαποστέλλω, ἐπιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, προαποστέλλω, προεξαποστέλλω, προσαποστέλλω, προσυστέλλω, στέλλω, συναποστέλλω, συστέλλω, ὑποστέλλω
- Forms:
- προαπεσταλμένοις Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- προασπίζει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: προασπίζω
- προασπίζοντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Root: προασπίζω
- Parse:
- προασπίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to hold a shield before, defend, contend
- to protect from danger
- to stand up in defence of
- Cognates:
- Forms:
- προασπίσαιμεν Verb: Aor Act Opt 1st Plur
- προασπίζει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- προασπίζοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
- προασπίσαιμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Opt 1st Plur
- Root: προασπίζω
- προάστεια
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: προάστειον
- προάστειον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- the pasture land immediately in front of or around a town
- the area outside the walls of the city
- a suburb
- Note: also spelled προάστιον
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM προάστειον προάστεια GEN προαστείου προαστείων DAT προαστείῳ προαστείοις ACC προάστειον προάστεια
- προαστείῳ
-
- Parse: Noun: Dat Sing Neut
- Root: προάστειον
- προάστιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: land outside a town
- προαύλιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: porch, gateway, the place in front of a building
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM προαύλιον προαύλια GEN προαυλίου προαυλίων DAT προαυλίῳ προαυλίοις ACC προαύλιον προαύλια
- προαχθέντες
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Plur Masc
- Root: προάγω