συμπαθεῖ
συμπαθεία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • fellow-feeling, sympathy
    • compassion aroused by someone else's distress and misery
  • Forms:
Feminine
 SingularPlural
NOMσυμπαθεία, συμπάθειασυμπαθεῖαι
GENσυμπαθείαςσυμπαθειῶν
DATσυμπαθείᾳσυμπαθείαις
ACCσυμπαθείαν, συμπάθειανσυμπαθείας
VOCσυμπαθεία, συμπάθειασυμπαθεῖαι
συμπαθείᾳ
συμπάθειαν
συμπαθεῖν
συμπαθεῖς
συμπαθείτω
συμπαθεστέρας
συμπαθέστερον
συμπαθέστερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of συμπαθής
  • Meaning: more sympathetic to, more mutually empathetic, stronger
συμπαθέω
  • Meaning:
    • to sympathize, empathize
    • to commiserate
    • to have compassion, sympathy
    • to be touched with a feeling of
  • Forms:
    • συμπαθεῖν Verb: Pres Act Infin
    • συμπαθεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • συμπαθῆσαι Verb: Aor Act Infin
    • συνεπαθήσατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
    • συμπαθείτω Verb: Pres Act Imperative 3rd Sing
συμπαθής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Note: For comparative, see συμπαθέστερος
  • Meaning: sympathetic to, mutually empathetic, strong
  • Forms:
συμπαθῆσαι
συμπαθοῦς
συμπαθῶν
συμπαθῶς
  • Parse: Adverb
  • Meaning: sympathetically
συμπαίζω
  • Meaning: to play with, sport with
  • Forms:
    • σύμπαιξον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
σύμπαιξον
σύμπαν
  • Parse:
    • Adj: Acc Sing Masc
    • Adj: Nom/Acc Sing Neut
  • Root: σύμπας
σύμπαντα
  • Parse:
    • Adj: Acc Sing Masc
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
  • Root: σύμπας
σύμπαντας
  • Parse: Adj: Acc Plur Masc
  • Meaning: altogether
  • Root: σύμπας
σύμπαντος
συμπαραγενόμενοι
συμπαραγίνομαι
  • Meaning:
    • to come together with (as an ally)
    • to come to the aid of (someone)
  • Forms:
    • συμπαραγενόμενοι Part: 2Aor Mid Nom Plur Masc
    • συμπαρεγένετο Verb: 2Aor Mid Ind 3rd Sing
συμπαρακαλέω
  • Active Meaning:
    • to encourage together
  • Passive Meaning:
    • to receive encouragement together with (someone)
  • Forms:
    • συμπαρακληθῆναι Verb: Aor Pass Infin
συμπαρακληθῆναι
συμπαρακολουθέω
  • Meaning: to follow along, keep up with
συμπαραλαβεῖν
συμπαραλαβόντες
συμπαραλαβών
συμπαραλαμβάνειν
συμπαραλαμβάνοντες
συμπαραλαμβάνω
  • Active Meaning:
    • to take along with (someone or something)
  • Passive Meaning:
    • to be included with (someone else)
    • to be overtaken together with (someone else)
  • Forms:
    • συμπαραληφθῇς Verb: 2Aor Pass Subj 2nd Sing
    • συμπαραλαβεῖν Verb: 2Aor Act Infin
    • συμπαραλαβόντες Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
    • συμπαραλαβών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
    • συμπαραλαμβάνειν Verb: Pres Act Infin
    • συμπαραλαμβάνοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • συμπαραληφθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
    • συμπαραλημφθῇς Verb: Aor Pass Subj 2nd Sing
συμπαραλημφθῇς
συμπαραληφθῇ
συμπαραληφθῇς
συμπαραμενεῖ
συμπαραμένω
  • Meaning:
    • to stay with (someone) to help
    • to continue as long as
    • to endure as long as
    • to last as long as
  • Forms:
    • συμπαραμένω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
    • συμπαραμενεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
συμπαραμένω
συμπαραστήσεται
συμπαρεγένετο
συμπάρειμι
  • Meaning #1: (based on εἰμί and infinitive: εἶναι)
    • to be with (someone)
    • to be present (at the same time) with someone
  • ----------
  • Meaning #2: (based on εἶμι and infinitive ἰέναι)
    • to go with (someone)
    • to accompany
  • Forms:
    • συμπαρούσαις Part: Pres Act Dat Plur Fem
    • συμπαρήμην Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
    • συμπαρόντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • συμπαροῦσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
συμπαρήμην
συμπαρίστημι
  • Active Meaning:
    • to stand beside (someone in support of something)
    • to place beside one also
  • Middle Meaning:
    • to stand up for (someone) against (someone)
  • Forms:
    • συμπαραστήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
συμπαρόντες
συμπαρόντων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • Meaning: to be present also; to stand by
  • Root: συμπάρειμι
συμπαροῦσα
συμπαρούσαις
σύμπας
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • the whole of

      ἡ σύμπασα γῆ
      the whole world

    • all together, all at once
    • all in a body
    • all things
  • Forms:
Singular
 MascFemNeut
NOMσύμπαςσύμπασασύμπαν
GENσύμπαντοςσυμπάσηςσύμπαντος
DATσυμπάντισυμπάσῃσυμπάντι
ACCσύμπαντασύμπασανσύμπαν
Plural
 MascFemNeut
NOMσύμπαντεςσύμπασαισύμπαντα
GENσυμπάντωνσυμπασῶνσυμπάντων
DATσύμπασινσυμπάσαιςσύμπασιν
ACCσύμπανταςσυμπάσαςσύμπαντα
σύμπασα
σύμπασαν
σύμπασι, σύμπασιν
συμπάσχει
συμπάσχειν
συμπάσχετε
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
    • Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • Root: συμπάσχω
συμπάσχομεν
συμπάσχω
  • Meaning:
    • to sympathize
    • to suffer with (someone)
    • to suffer (the same thing as)
  • Forms:
    • συμπαθεῖν Verb: Aor Act Infin
    • συμπάσχετε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
    • συμπάσχετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
    • συμπάσχειν Verb: Pres Act Infin
    • συμπάσχει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • συμπάσχομεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
    • συμπατήθητι Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
    • συνέπαθον Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
    • συνέπαθον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
συμπατέω
  • Meaning:
    • to tread down
    • to tread together
    • to trample on, trample under foot
  • Forms:
    • συμπατηθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
    • συμπατήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • συνεπάτει Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
    • συνεπάτησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • συνεπάτησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • συνεπάτησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
συμπατηθήσεται
συμπατήθητι
συμπατήσει