- συμπείθω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to persuade, win by persuasion
- to convince
- to join in persuading, assist in persuading
- Cognates:
- Forms:
- συνέπεισαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- συνέπεισε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνέπεισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συμπεπλεγμένον
-
- Parse:
- Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
- Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- Root: συμπλέκω
- Parse:
- συμπεπλεγμένους
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: συμπλέκω
- συμπέπλεκται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συμπλέκω
- συμπεπορπημένους
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: συμπορπάω
- συμπέπτωκα
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 1st Sing
- Root: συμπίπτω
- συμπέπτωκε, συμπέπτωκεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: συμπίπτω
- συμπεπτωκός
-
- Parse: Part: Perf Act Nom/Acc Sing Neut
- Root: συμπίτνω
- συμπεραίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to accomplish together
- to finish off completely
- to destroy completely
- Forms:
- συνεπέρανας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- συμπέρασμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: finishing, end
Neuter Noun Singular Plural NOM συμπέρασμα συμπεράσματα GEN συμπεράσματος συμπερασμάτων DAT συμπεράσματι συμπεράσμασι(ν) ACC συμπέρασμα συμπεράσματα VOC συμπέρασμα συμπεράσματα
- συμπεριβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw around
- Note: Like περιβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συμπεριενεχθέντες
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Plur Masc
- Root: συμπεριφέρω
- συμπεριενεχθήσεσθαι
-
- Parse: Verb: Fut Pass Infin
- Root: συμπεριφέρω
- συμπεριέχω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to surround, stand around together
- Cognates:
ἀμπέχω, ἀνέχω, ἀντέχω, ἀπέχω, ἀποσυνέχω, διακατέχω, ἔχω, ἐμπεριέχω, ἐνέχω, ἐπέχω, ἐπισυνέχω, ἐξέχω, κατέχω, μετέχω, παρέχω, περιέχω, προέχω, προκατέχω, προσανέχω, προσέχω, συμμετέχω, συμπεριέχω, συνέχω, ὑπέχω, ὑπερέχω
- συμπεριλαβών
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
- Root: συμπεριλαμβάνω
- συμπεριλαμβάνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to embrace, hug, wrap, comprehend
- Cognates:
ἀναλαμβάνω, ἀντιλαμβάνω, ἀπολαμβάνω, διαλαμβάνω, ἐκλαμβάνω, ἐπικαταλαμβάνω, ἐπιλαμβάνω, καταλαμβάνω, λαμβάνω, μεταλαμβάνω, παραλαμβάνω, περιλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, προσαναλαμβάνω, προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, συμπαραλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, συναντιλαμβάνομαι, ὑπολαμβάνω
- Forms:
- συμπεριλαβών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
- συμπεριλήμψῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- συμπεριλήψῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- συμπεριλήμψῃ
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: συμπεριλαμβάνω
- συμπεριλήψῃ
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: συμπεριλαμβάνω
- συμπεριφερόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: συμπεριφέρω
- συμπεριφερόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: συμπεριφέρω
- συμπεριφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to have a good relationship with
- to live in harmony
- to carry around along with
- to go about with one, live with (someone)
- to accommodate, adapt to (circumstance)
- to be well acquainted with, indulge with
- Middle Meaning:
- to go around and be busy with
- to live
- to accommodate to
- to treat, deal with
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- συμπεριενεχθέντες Part: Aor Pass Nom Plur Masc
- συμπεριενεχθήσεσθαι Verb: Fut Pass Infin
- συμπεριφερόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- συμπεριφερόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- συμπεσεῖται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συμπίπτω
- συμπεσοῦνται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: συμπίπτω
- συμπεφυκός
-
- Parse: Part: Perf Act Nom/Acc Sing Masc
- Root: συμφύω