ὑποδεδειχέναι
ὑποδέδεκται
ὑποδεδεμένους
ὑποδεδύκεισαν
ὑποδεδυκυῖαι
  • Parse:
    • Part: Perf Act Nom Plur Fem
    • Part: Perf Act Dat Sing Fem
  • Root: ὑποδύω
ὑποδεές
ὑποδεέστεροι
ὑποδεέστερος
ὑποδεεστέρους
ὑποδεής
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMὑποδεήςὑποδεές
GENὑποδεοῦς
DATὑποδεεῖ
ACCὑποδεῆὑποδεές
Plural
 MascFemNeuter
NOMὑποδεεῖςὑποδεῆ
GENὑποδεῶν
DATὑποδεέσι(ν)
ACCὑποδεεῖςὑποδεῆ
ὑπόδειγμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMὑπόδειγμαὑποδείγματα
GENὑποδείγματοςὑποδειγμάτων
DATὑποδείγματιὑποδείγμασι(ν)
ACCὑπόδειγμαὑποδείγματα
VOCὑπόδειγμαὑποδείγματα
ὑποδείγμασι, ὑποδείγμασιν
ὑποδείγματα
ὑποδείγματι
ὑποδείγματος
ὑποδειγμάτων
ὑποδείκνυμεν
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικνύοντες
ὑποδεικνύοντος
ὑποδεικνύουσα
ὑποδείκνυτε
ὑποδεικνύω
Present
  • ὑποδεικνύουσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • ὑποδείκνυμεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
  • ὑποδεικνύοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • ὑποδεικνύοντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • ὑποδείκνυτε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
  • ὑποδεικνύων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • ὑπεδείκνυτο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • ὑπεδείκνυε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
Future
  • ὑποδείξῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • ὑποδείξω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
  • ὑποδείξουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
Aorist
  • ὑπέδειξα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • ὑπέδειξαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • ὑπέδειξε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • ὑπέδειξε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • ὑποδείξῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • ὑπεδείχθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • ὑποδεῖξαι Verb: Aor Act Infin
  • ὑποδείξαντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
  • ὑποδείξατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • ὑπόδειξον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
Perfect
ὑποδεικνύων
ὑποδεῖξαι
ὑποδείξαντος
ὑποδείξας
ὑποδείξατε
ὑποδείξῃ
ὑποδείξῃς
ὑπόδειξον
ὑποδείξουσι, ὑποδείξουσιν
ὑποδείξω
ὑποδειχθέντων
ὑποδεξαμένη
ὑποδεξάμενοι
ὑποδέξονται
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑπόδημα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMὑπόδημαὑποδήματα
GENὑποδήματοςὑποδημάτων
DATὑποδήματιὑποδήμασι(ν)
ACCὑπόδημαὑποδήματα
VOCὑπόδημαὑποδήματα
ὑποδήμασι, ὑποδήμασιν
ὑποδήματα
ὑποδήματι
ὑποδήματος
ὑποδημάτων
ὑπόδησαι
ὑποδησάμενοι
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιδάσκω
ὑπόδικος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMὑπόδικοςὑπόδικον
GENὑποδίκου
DATὑποδίκῳ
ACCὑπόδικον
VOCὑπόδικεὑπόδικον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMὑπόδικοιὑπόδικα
GENὑποδίκων
DATὑποδίκοις
ACCὑποδίκουςὑπόδικα
VOCὑπόδικοιὑπόδικα
ὑπόδουλοι
ὑπόδουλος
Masculine/Feminine Noun
 SingularPlural
NOMὑπόδουλοςὑπόδουλοι
GENὑποδούλουὑποδούλων
DATὑποδούλῳὑποδούλοις
ACCὑπόδουλονὑποδούλους
VOCὑπόδουλεὑπόδουλοι
ὑποδοχάς
  • Parse:
    • Noun: Acc Plur Fem
    • Noun: Gen Sing Fem
  • Meaning: reception
  • Root: ὑποδοχή
ὑποδοχεῖον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: reservoir
ὑποδοχείων
ὑποδοχή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: reception
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMὑποδοχήὑποδοχαί
GENὑποδοχῆςὑποδοχῶν
DATὑποδοχῇὑποδοχαῖς
ACCὑποδοχήνὑποδοχάς
VOCὑποδοχήὑποδοχαί
ὑποδραμόντες
ὑποδρομή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: running under
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMὑποδρομήὑποδρομαί
GENὑποδρομῆςὑποδρομῶν
DATὑποδρομῇὑποδρομαῖς
ACCὑποδρομήνὑποδρομάς
VOCὑποδρομήὑποδρομαί
ὑποδρομήν
ὑποδρομῆς
ὑποδύομαι
ὑποδύσαντες
ὑποδύτην
ὑποδύτης
Masculine
 SingularPlural
NOMὑποδύτηςὑποδύται
GENὑποδύτουὑποδυτῶν
DATὑποδύτῃὑποδύταις
ACCὑποδύτηνὑποδύτας
ὑποδύτου
ὑποδύω