- ὑποδεδειχέναι
-
- Parse: Verb: Perf Act Infin
- Meaning: to show, indicate
- Root: ὑποδείκνυμι
- ὑποδέδεκται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ὑποδέχομαι
- ὑποδεδεμένους
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: ὑποδέω
- ὑποδεδύκεισαν
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
- Root: ὑποδύω
- ὑποδεδυκυῖαι
-
- Parse:
- Part: Perf Act Nom Plur Fem
- Part: Perf Act Dat Sing Fem
- Root: ὑποδύω
- Parse:
- ὑποδεέστεροι
-
- Parse: Comparative Adj: Nom Plur Masc
- Root: ὑποδεέστερος
- ὑποδεέστερος
-
- Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
- Note: Comparative of ὑποδεής
- Meaning: more inferior, more deficient, more subordinate
Comparative Singular Masculine Feminine Neuter NOM ὑποδεέστερος ὑποδεεστέρα ὑποδεέστερον GEN ὑποδεεστέρου ὑποδεεστέρας ὑποδεεστέρου DAT ὑποδεεστέρῳ ὑποδεεστέρᾳ ὑποδεεστέρῳ ACC ὑποδεέστερον ὑποδεεστέραν ὑποδεέστερον VOC ὑποδεέστερε ὑποδεεστέρα ὑποδεέστερε Plural Masculine Feminine Neuter NOM ὑποδεέστεροι ὑποδεέστεραι ὑποδεέστερα GEN ὑποδεεστέρων DAT ὑποδεεστέροις ὑποδεεστέραις ὑποδεεστέροις ACC ὑποδεεστέρους ὑποδεεστέρας ὑποδεέστερα
- ὑποδεεστέρους
-
- Parse: Comparative Adj: Acc Plur Masc
- Root: ὑποδεέστερος
- ὑποδεής
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Note: For comparative, see ὑποδεέστερος
- Meaning: inferior, deficient, subordinate
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masc Fem Neuter NOM ὑποδεής ὑποδεές GEN ὑποδεοῦς DAT ὑποδεεῖ ACC ὑποδεῆ ὑποδεές Plural Masc Fem Neuter NOM ὑποδεεῖς ὑποδεῆ GEN ὑποδεῶν DAT ὑποδεέσι(ν) ACC ὑποδεεῖς ὑποδεῆ
- ὑπόδειγμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- an example, model, pattern, indication
- a plan (of a building)
- a copy, imitation
- figure, allegory
- Cognates:
- Forms:
Neuter Noun Singular Plural NOM ὑπόδειγμα ὑποδείγματα GEN ὑποδείγματος ὑποδειγμάτων DAT ὑποδείγματι ὑποδείγμασι(ν) ACC ὑπόδειγμα ὑποδείγματα VOC ὑπόδειγμα ὑποδείγματα
- ὑποδείγμασι, ὑποδείγμασιν
-
- Parse: Noun: Dat Plur Neut
- Root: ὑπόδειγμα
- ὑποδείγματα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: ὑπόδειγμα
- ὑποδείγματι
-
- Parse: Noun: Dat Sing Neut
- Root: ὑπόδειγμα
- ὑποδείγματος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Meaning: example, model, pattern
- Root: ὑπόδειγμα
- ὑποδειγμάτων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Neut
- Root: ὑπόδειγμα
- ὑποδείκνυμεν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 1st Plur
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδείκνυμι
-
- Note: Alt: ὑποδεικνύω
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to show
- to show to, declare to
- to show forth, draw attention to, point out
- to teach
- to inform (someone) concerning (someone)
- to make known, inform
- to cause to see visually
- to discover
- Cognates:
ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω, ἀποδείκνυμι, δεικνύω, ἐνδείκνυμι, ἐνδεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω, καταδεικνύω, παραδεικνύω, παρεπιδείκνυμι, προαποδείκνυμι, προσυποδείκνυμι, προϋποδείκνυμι, ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω
- ὑποδεικνύοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδεικνύοντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδεικνύουσα
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Fem
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδείκνυτε
-
- Parse: Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδεικνύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Note: Alt: ὑποδείκνυμι
- Meaning:
- to show
- to show to, declare to
- to show forth
- to teach
- to inform (someone) concerning (someone)
- to discover
- Cognates:
ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω, ἀποδείκνυμι, δεικνύω, ἐνδείκνυμι, ἐνδεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω, καταδεικνύω, παραδεικνύω, παρεπιδείκνυμι, προαποδείκνυμι, προσυποδείκνυμι, προϋποδείκνυμι, ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω
- Forms:
- ὑποδεικνύων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδεῖξαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: ὑποδεικνύω
- Parse:
- ὑποδείξαντος
-
- Parse: Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδείξας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Meaning: to show, indicate
- Root: ὑποδείκνυμι
- ὑποδείξατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδείξῃ
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: ὑποδεικνύω
- Parse:
- ὑποδείξῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑπόδειξον
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδείξουσι, ὑποδείξουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: ὑποδεικνύω
- ὑποδείξω
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Subj 1st Sing
- Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- Root: ὑποδεικνύω
- Parse:
- ὑποδειχθέντων
-
- Parse: Part: Aor Pass Gen Plur Masc/Neut
- Meaning: to show, indicate
- Root: ὑποδείκνυμι
- ὑποδεξαμένη
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Fem
- Root: ὑποδέχομαι
- ὑποδεξάμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- Root: ὑποδέχομαι
- ὑποδέξονται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: ὑποδέχομαι
- ὑποδέχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to entertain hospitably, welcome
- to receive (a visitor)
- to harbour
- Cognates:
ἀναδέχομαι, ἀπεκδέχομαι, ἀποδέχομαι, δέχομαι, διαδέχομαι, εἰσδέχομαι, ἐκδέχομαι, ἐνδέχομαι, ἐπιδέχομαι, καταδέχομαι, παραδέχομαι, παρεκδέχομαι, προσδέχομαι, ὑποδέχομαι
- Forms:
- ὑποδεξάμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- ὑπεδέξαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- ὑπεδέξατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- ὑποδέδεκται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- ὑποδεξαμένη Part: Aor Mid Nom Sing Fem
- ὑποδέξονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- ὑποδέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to provide (someone) with footwear
- to put on shoes or sandals
- to bind on
- to be shod
- Cognates:
αἰδέομαι, ἀναδέω, ἀποδέω, δέομαι, δέω, διαδέω, ἐκδέω, ἐνδέομαι, ἐνδέω, ἐξοιδέω, ἐπιδέω, καταδέω, καταιδέομαι, ληρωδέω, μελῳδέω, ὀρθοποδέω, περιδέω, προσδέομαι, προσδέω, συνδέω, ὑμνῳδέω, ὑποδέω, ψαλτῳδέω
- Forms:
- ὑπέδησα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- ὑπέδησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ὑποδεδεμένους Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- ὑπόδησαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- ὑποδησάμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- ὑπόδημα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- sandal, footwear
- shoe
- a band around the foot
- Cognates:
- Forms:
Neuter Noun Singular Plural NOM ὑπόδημα ὑποδήματα GEN ὑποδήματος ὑποδημάτων DAT ὑποδήματι ὑποδήμασι(ν) ACC ὑπόδημα ὑποδήματα VOC ὑπόδημα ὑποδήματα
- ὑποδήμασι, ὑποδήμασιν
-
- Parse: Noun: Dat Plur Neut
- Root: ὑπόδημα
- ὑποδήματος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: ὑπόδημα
- ὑποδημάτων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Neut
- Root: ὑπόδημα
- ὑποδησάμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- Root: ὑποδέω
- ὑποδιαβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw across, carry over
- Note: Like διαβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ὑποδιδάσκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to teach
- Cognates:
- ὑπόδικος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: under judgment, guilty, under sentence, condemned, accountable, answerable
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ὑπόδικος ὑπόδικον GEN ὑποδίκου DAT ὑποδίκῳ ACC ὑπόδικον VOC ὑπόδικε ὑπόδικον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ὑπόδικοι ὑπόδικα GEN ὑποδίκων DAT ὑποδίκοις ACC ὑποδίκους ὑπόδικα VOC ὑπόδικοι ὑπόδικα
- ὑπόδουλος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- enslaved (person)
- Cognates:
Masculine/Feminine Noun Singular Plural NOM ὑπόδουλος ὑπόδουλοι GEN ὑποδούλου ὑποδούλων DAT ὑποδούλῳ ὑποδούλοις ACC ὑπόδουλον ὑποδούλους VOC ὑπόδουλε ὑπόδουλοι
- ὑποδοχεῖον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: reservoir
- ὑποδοχείων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Neut
- Root: ὑποδοχεῖον
- ὑποδοχή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: reception
Feminine Noun Singular Plural NOM ὑποδοχή ὑποδοχαί GEN ὑποδοχῆς ὑποδοχῶν DAT ὑποδοχῇ ὑποδοχαῖς ACC ὑποδοχήν ὑποδοχάς VOC ὑποδοχή ὑποδοχαί
- ὑποδραμόντες
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- Root: ὑποτρέχω
- ὑποδρομή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: running under
Feminine Noun Singular Plural NOM ὑποδρομή ὑποδρομαί GEN ὑποδρομῆς ὑποδρομῶν DAT ὑποδρομῇ ὑποδρομαῖς ACC ὑποδρομήν ὑποδρομάς VOC ὑποδρομή ὑποδρομαί
- ὑποδύσαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: ὑποδύω
- ὑποδύτης
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Masc
- Meaning: undergarment, a garment under a coat of mail
- Cognates:
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM ὑποδύτης ὑποδύται GEN ὑποδύτου ὑποδυτῶν DAT ὑποδύτῃ ὑποδύταις ACC ὑποδύτην ὑποδύτας
- ὑποδύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to go down below (something)
- to put on underneath
- to put oneself under (something for a protective cover)
- Cognates:
ἀναπιδύω, ἀναπηδύω, ἀπεκδύομαι, ἀποδύω, δύω, εἰσδύω, ἐκδύω, ἐνδύω, ἐπενδύομαι, ἐπιδύω, καταδύω, περιδύω, ὑποδύω
- Forms:
- ὑποδύσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- ὑποδεδυκυῖαι Part: Perf Act Nom Plur Fem
- ὑποδεδυκυῖαι Part: Perf Act Dat Sing Fem
- ὑποδεδύκεισαν Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
- ὑποδύομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- ὑπέδυσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ὑπέδυσα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing